Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αντιμέτωπος με τη δεσποτική μανία της εκδίκησης.



Σύμφωνα με το υπ` αριθ. πρωτ. 4529/2009/5-2-2014 έγγραφο το οποίο κοινοποιώ κατωτέρω (έγγραφο 1ο), η απόφαση 131/2014 του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ κοινοποιήθηκε εις την διοίκηση της Εκκλησίας, στην Ιερά Μητρόπολη Ν. Ιωνίας και εις το Υπουργείον Παιδείας και Θρησκευμάτων Δ/νση Εκκλησιαστικής Διοίκησης.
Ο μητροπολίτης Ν. Ιωνίας Κων/νος δια του υπ` αριθ. πρωτ. 239/25-4-2014 εγγράφου του το οποίο κοινοποίησε εις την οικία μου δια δικαστικού επιμελητού, με ενημέρωσε δια την παραπομπή μου στο Τριμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ι. Συνόδου (έγγραφο 2ο).                      

Ουδέν προηγήθηκε σύμφωνα με την απόφαση 131/14 του ΣτΕ, από τον μητροπολίτη Ν. Ιωνίας Κων/νο, το Τριμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Ι. Συνόδου και της δικηγόρου μου, δια την αποκατάστασή μου εργασιακή και οικονομική. Δια την αποκατάστασή μου ενεργούσα ο ίδιος διαμαρτυρόμενος προς πάσαν κατεύθυνση (εκκλησιαστική και πολιτική) με σωρεία εγγράφων μου χωρίς νομική συνδρομή. Δια τον εγγράφων μου αυτών ζητούσα επίσης την παρέμβαση της δικηγόρου μου δια την συμμόρφωση του μητροπολίτη Ν. Ιωνίας Κων/νου προς την ανωτέρω απόφαση και τα απορρέοντα υπ` αυτής της αποφάσεως.     

Συγκεκριμένα:
            Δια του υπ` αριθ. πρωτ. 1784/28-4-2014 εγγράφου μου προς το Τριμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο ανέφερα ότι: θα προσέλθω δι` ανάληψιν εργασίας εις την Ιεράν Μητρόπολιν Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας, οδός Λεωφ. Ηρακλείου αρ. 340 Ν. Ιωνία Αττικής, στις 1-5-2014 και ώρα 9:00, συνοδευόμενος από την Δικηγόρο Αθηνών κ..... . Το έγγραφο αυτό κοινοποίησα α) στη μητρόπολη Ν. Ιωνίας με αριθ. πρωτ. 237/24-4-2014, β) Υπ. Παιδείας δ/νση εκκλησιαστικής διοίκησης με αριθ. πρωτ. 63152/24-4-2014 και γ) Διοικητήν Αστυνομικού Τμήματος Ν. Ιωνίας ο οποίος δεν το παρέλαβε.

            Δια του υπ` αριθ. πρωτ. 248/2-5-2014 εγγράφου μου προς τη μητρόπολη Ν. Ιωνίας και το μητροπολιτικό συμβούλιο αναφέροντας τα εξής:
Γνωρίζετε ήδη ότι σύμφωνα με το προαναφερθέν έγγραφο επρόκειτο να προσέλθω με τη δικηγόρο μου κ. ......, στα Γραφεία της μητροπόλεως Ν. Ιωνίας για ανάληψη εργασίας σύμφωνα με την 131/2014 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας τη 1.5.2014 και ημέρα Πέμπτη. Παρόλα αυτά ουδείς με ενημέρωσε εκ της Ιεράς Μητροπόλεως πως τα γραφεία θα παραμείνουν κλειστά λόγω της απεργίας της εργατικής Πρωτομαγιάς. Έτσι αναγκαστικά προσέρχομαι σήμερα 2.5.2014 ημέρα Παρασκευή προς πλήρη ανάληψη καθηκόντων.

Επειδή κατά τη μακρά δικαστική διαμάχη, με διάφορα έγγραφα απευθυνόμενα προς διάφορες υπηρεσίες κρατικές και Εκκλησιαστικές, αλλά και σ` μένα τον ίδιο ο μητροπολίτης κ. Κωνσταντίνος Φαραντάτος, ανέφερε για το θέμα της παράνομης απομακρύνσεώς μου από τη θέση του οδηγού του μητροπολιτικού αυτοκινήτου τα εξής:
α) ότι αυτό έγινε με δική μου πρωτοβουλία και υπαιτιότητα,
β) ότι δε ζήτησα τα κλειδιά του μητροπολιτικού αυτοκινήτου τα οποία έπρεπε να ζητήσω,

γ) ότι ακόμη και σε υπόδειξη του π. Γεωργίου Σουλιώτη να ζητήσω τα κλειδιά του μητροπολιτικού αυτοκινήτου δεν το έπραξα
δ) ότι δεν ανέχεται να είμαι αργόμισθος και να περνάω την ώρα μου περιοδεύων τήδε κακείσε

ε) ότι αδιαφόρησα να παραλάβω τα κλειδιά του μητροπολιτικού αυτοκινήτου και μάλιστα αυτό είναι διαπιστωμένο και από τα μέλη του μητροπολιτικού συμβουλίου, ενώ τέλος
στ΄) με το υπ` αριθ. πρωτ. 74/24-1-2000 αναφέρεται σε «άρνηση εργασίας» σύμφωνα με το Κώδικα εκκλησιαστικών υπαλλήλων κ.α.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΑΣ ΚΑΛΩ
1. Να μου παραδώσετε τα κλειδιά του μητροπολιτικού αυτοκινήτου

2. Να σταματήσετε να μου παρακρατάτε το 1/4 εκ του μισθού μου και να πληρώνομαι κανονικά
3. Να μου επιστραφούν ΑΜΕΣΑ όλοι οι παρακρατηθέντες μισθοί του 1/4 από το έτος 2001
4. Να δημοσιεύσει η μητρόπολη Ν. Ιωνίας ως έχει υποχρεώσει εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την επαναπρόσληψή μου σύμφωνα με την ως άνω απόφαση του ΣτΕ, και να εξαφανισθούν η προηγούμενες δημοσιεύσεις που πραγματοποιήσατε, ΦΕΚ 60/21-3-2001 και 936/9-10-2008, περί οριστικής απολύσεως από την εργασία μου και

5. Να σταματήσετε να χρησιμοποιείτε σε διάφορες υπηρεσίες τα ανωτέρω ΦΕΚ περί οριστικής απολύσεως από την εργασία μου.     
Σε αντίθετη περίπτωση, με την παρούσα επιστολή μου η δικηγόρος μου κ. ....... εντέλλεται να ξεκινήσει άμεσα, κάθε νόμιμη ενέργεια κατά παντός υπευθύνου και εκπροσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας & Φιλαδελφείας, αφού από όλα τα παραπάνω προκύπτουν σοβαρότατα ποινικά αδικήματα κατά την υπηρεσία.
            Δια του υπ` αριθ. πρωτ. 272/19-5-2014 εγγράφου μου (Γνωστοποίηση) προς τη μητρόπολη Ν. Ιωνίας ανέφερα τα εξής:

 Μέχρι και σήμερα, ΔΕΝ έχετε συμμορφωθεί με την ως άνω απόφαση ήτοι: α) εκτελώ το υπαλληλικό μου ωράριο χωρίς να προσφέρω ουδεμίαν υπηρεσίαν, β) ΔΕΝ μισθοδοτούμε κανονικά, γ) ΔΕΝ έχει γίνει καμία κίνηση από πλευράς της υπηρεσίας, για την επιστροφή των παρακρατηθέντων χρημάτων εκ του μισθού μου από το έτος 2001, δ) ΔΕΝ δημοσιεύσατε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την επαναπρόσληψή μου και γενικά ΔΕΝ έχει αποκατασταθεί η νομιμότητα υπέρ εμού, από πλευράς της Μητροπόλεως.
Επειδή εδρομολογήθησαν εκ μέρους μου τα συμφωνηθέντα από τους εκατέρωθεν δικηγόρους κ. ....... και κ. .......,  
Επειδή μέχρι και σήμερα, καμία ενημέρωση δεν έχω για την περεταίρω εξέλιξη της υποθέσεώς μου.
Παρακαλώ εντός της εβδομάδος να με ενημερώσετε για τις προθέσεις σας. α) περί της τελεσιδικίας της υποθέσεώς μου (όπως μου ανέφερε ο π. Γεώργιος Σουλιώτης στο γραφείο του και πως θεωρείτε την τελεσιδικία). β) από πλευράς μου σας ενημερώνω ότι η αποκατάσταση στην εργασία μου, θα τακτοποιηθεί υποχρεωτικώς από την Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και από ουδένα άλλον φορέα. Εις περίπτωσιν που δεν ενημερωθώ εντός της εβδομάδος θα αναθέσω την υπόθεση σε δικηγόρο προκειμένου να αποκατασταθεί η αδικία που υφίσταμαι εδώ και 15 έτη, χωρίς οι διοικούντες την Ι. Μητρόπολη Ν. Ιωνίας, να εφαρμόζουν της δυο υπέρ εμού αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και θα είσθε υπόλογοι δια της περαιτέρω εξελίξεις.
            Δια του υπ` αριθ. πρωτ. 343/9-7-2014 εγγράφου μου προς τη μητρόπολη Ν. Ιωνίας ανέφερα τα εξής:
Σας υπενθυμίζω δια της παρούσης ότι φέρετε ακαιρέαν την ευθύνη όχι μόνον δια την μη αποκατάστασή μου εις την θέσιν του οδηγού, αλλά και δια την έως σήμερον μη απόδοση ολοκλήρου του μισθού μου, την μη επιστροφήν των έως σήμερον παρανόμως υφ` υμών παρακρατηθέντων χρημάτων του ¼ εκ του μισθού μου και την μη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της επαναπροσλήψεώς μου.
Παρακαλώ να σταματήσετε επιτέλους, αυτή τη μακροχρόνια αδικία εις βάρος μου και να συμμορφωθείτε πλήρως προς τις δικαστικές αποφάσεις του ΣτΕ, υπέρ εμού.
Επίσης δια της παρούσης εντέλλεται η Δικηγόρος μου να κινήσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες προς αποκατάσταση της νομιμότητος και των καταλογισμό ευθυνών.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα έγγραφα προσήλθα την 2/5/2014 εις τα γραφεία της μητροπόλεως δια ανάληψη εργασίας. Δυστυχώς η δικηγόρος μου δεν προσήλθε εις το συμφωνηθέν ραντεβού μας έξωθεν των γραφείων της μητροπόλεως ούτε ανταποκρίθηκε εις την τηλεφωνική μου κλήση εις το κινητό της τηλέφωνο. Προσήλθα εις τα γραφεία χωρίς την προστασία της καταθέτοντας εις την γραμματεία το υπ` αριθ. πρωτ. 248/2-5-2014 έγγραφό μου. 
Εις τα γραφεία της μητροπόλεως προσερχόμουν καθημερινώς από την 2/5/2014 έως την 8/5/2014 όταν και περί την ώραν 9:05 πμ. εδέχθην κλήση εις το κινητό μου τηλέφωνο από τη δικηγόρο μου η οποία με ερώτησε άκουσον – άκουσον που βρισκόμουν εκείνη τι στιγμή. Απήντησα ότι εβρίσκομαι εις τα γραφεία της μητροπόλεως. Μου απήντησε επί λέξει: φύγε από τη μητρόπολη και μην πας ξανά εκεί διότι σήμερα και ώραν 10:30 πμ αναμένω εις το γραφείο μου τον δικηγόρο του μητροπολίτη (Κων/νου) δια να κανονίσουμε την υπόθεσή σου. Μάλιστα μου επρότεινε να παρευρεθώ κι εγώ ο ίδιος στη συνάντηση αυτή και απήντησα ότι κανονίστε εσείς. Δεν γνωρίζω εάν πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των δυο δικηγόρων. Περί αυτής της υποθέσεως αναφέρομαι εις την ανάρτηση με ΘΕΜΑ: Αρχιεπισκοπική ασυνέπεια 11/2/2016. Δεν είχα λόγο να μην πιστέψω τη δικηγόρο μου, απήλθα εκ των γραφείων της μητροπόλεως όπως μου συνέστησε και δεν προσήλθα ξανά εις την μητρόπολη. Δια την τηλεφωνική επικοινωνία ενημέρωσα αμέσως τον αρχιερατικό επίτροπο π. Γεώργιο Σουλιώτη λέγοντάς του ότι: θα ξεκινήσω διαδικασία συνταξιοδοτήσεως η μετατάξεώς μου.

Τηρώντας το λόγο μου την 15/5/2014 και ώρα 13,00 μμ. επισκέφθηκα στο δικηγορικό του γραφείο τον κ. Δημήτριο Μπούρλο δια να του αναθέσω την υπόθεση της συνταξιοδοτήσεώς μου. Ο κ. Μπούρλος με ενημέρωσε δια του με ημερομηνία 26/6/2014 εγγράφου του τα εξής: Μπορείτε έτσι να συνταξιοδοτηθείτε και είναι και η συμφέρουσα επιλογή στην περίπτωσή σας με πλήρη σύνταξη με 35 έτη και συμπληρωμένο το 58ο έτος της ηλικίας σας η με 37 έτη άνευ ορίου ηλικίας. Για να συμπληρώσετε την 37ετία το 2019 (56 ετών) θα πρέπει να εξαγοράσετε τη στρατιωτική σας θητεία. Το κόστος της εξαγοράς είναι 6,67% επί των συντάξιμων αποδοχών σας, ήτοι 71 € / μήνας. Επίσης την 15/5/2014 πριν επισκεφθώ δηλαδή τον δικηγόρο κ. Μπούρλο και ώραν 10ην πρωινήν προσήλθα εις τα γραφεία της μητροπόλεως Ν. Ιωνίας δια να παραλάβω το πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών το οποίο είχε ζητήσει ο δικηγόρος κ. Μπούρλος. Αντ` αυτού ο π. Γεώργιος Σουλιώτης μου παρέδωσε μια απόδειξη πρόσφατης μισθοδοσίας και μια βεβαίωση. Εις το ερώτημά μου προς αυτόν γιατί ο μητροπολίτης συνεχίζει και μου παρακρατά το ¼ εκ του μισθού μου απήντησε ότι: ‘’δεν έχει τελεσιδικήση η υπόθεσή σου συνεννοήσου με την δικηγόρο σου ..... (αναφέροντας το όνομά της)’’.      
Με την υπ` αριθ. πρωτ. Π4154/2014/18-6-2014 αίτησή μου προς το Τριμελές Συμβούλιο Ν. 3068/02 του ΣτΕ εζήτησα τη συμμόρφωση της διοίκησης της Εκκλησίας προς την 131/2014 απόφαση του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ. . Δια την μετάταξή μου σε μη εκκλησιαστική υπηρεσία είχα ενημερώσει με το υπ` αριθ. πρωτ. Π4773/2014/4-8-2014 εγγράφου μου την Εισηγήτρια και Σύμβουλο κ. Παπαδημητρίου αναφέροντας τα εξής: εδρομολογήθησαν εκ μέρους μου τα συμφωνηθέντα υπό των ως άνω δυο δικηγόρων (δικηγόρος μου και δικηγόρος του μητροπολίτη Κων/νου). Δηλαδή η συνταξιοδότησής μου η εάν δεν είναι εφικτό θα δρομολογηθεί η μετάταξής μου σε άλλη μη εκκλησιαστική υπηρεσία. Το Τριμελές Συμβούλιο του ΣτΕ εξέδωσε την υπ` αριθ. 8/2018 απόφαση με την οποία απορρίπτει την αίτησή μου (έγγραφο 6ο).

Είχα ζητήσει δια του υπ` αριθ. πρωτ. 2/1-12-2009 εγγράφου μου την παρέμβαση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια προβλέποντας ότι οι μηχανισμοί των διοικούντων της Εκκλησίας θα με έθεταν εκτός εργασίας από το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι δια τον λόγο αυτό ζήτησα εγγράφως και από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας την μετάταξή μου σε μη εκκλησιαστική υπηρεσία. Δυστυχώς ο κ. Πρόεδρος ουδέποτε απήντησε εις το αίτημά μου.         
Ο νομικός σύμβουλος της Ι. Συνόδου δια του με ημερομηνία 18/7/20141 εγγράφου του προς τον τότε αρχιγραμματέα της Ι. Συνόδου και μετέπειτα εκλεγέντα μητροπολίτη Ν. Ιωνίας στη θέση του παραιτηθέντος Κων/νου, εισηγείται να μου καταβληθεί το ήμισυ της δικαστικής δαπάνης (920χ2) 460€ σύμφωνα με την 131/2014 απόφαση του ΣτΕ. Από την οικονομική υπηρεσία Ε.Κ.Υ.Ο. της Ι. Συνόδου δια του υπ` αριθ. πρωτ. 6344/1786/10-11-2014 εγγράφου με ενημερώνουν ότι το ποσό τον 460,00€ είναι στη διάθεσή μου να προσέλθω να παραλάβω την επιταγή (έγγραφο 5ο).                

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ
τέως οδηγός Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας.                

1. ΘΕΜΑ: Αδικιών συνέχεια  31/8/2015  



Έγγραφο 1ο


 
 
Έγγραφο 2ο





 
Έγγραφο 3ο

 
Έγγραφο 4ο

Έγγραφο 5ο

 
Έγγραφο 6ο
Αριθμός 8/2018
Το Τριμελές Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας
(άρθρο 2 του Ν. 3068/2002)
______________________
Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 21 Απριλίου 2015 με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.
Για να εξετάσει την από αίτηση του Γρηγορίου Σταμούλη του Αριστοφάνους, κατοίκου Νέας Ιωνίας Αττικής (Ευτέρπης 48), με την οποία ζητείται η συμμόρφωση της Διοίκησης προς την 131/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κατά τη συνεδρίασή του το Συμβούλιο άκουσε την εισηγήτρια, Σύμβουλο Α. - Μ. Παπαδημητρίου.
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία εισάγεται νομίμως ενώπιον του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ. 61/2004 (Α΄ 54), ο αιτών παραπονείται για τη μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την 131/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
2. Επειδή, στον αιτούντα, μόνιμο υπάλληλο κλάδου ΔΕ της Ιεράς Μητρόπολης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, ειδικότητας οδηγού, επεβλήθη αρχικώς, με το 2/5-6-2000 πρακτικό του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για τα αποδοθέντα σε αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα, μεταξύ των οποίων και το παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς και αναξίας εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγής εντός υπηρεσίας, έφεση δε αυτού κατά του ως άνω πρακτικού απορρίφθηκε με την 1/8-3-2001 πράξη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Προσφυγή του εν λόγω υπαλλήλου κατά της αποφάσεως αυτής έγινε δεκτή με την 1557/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι η 72/1-6-2000 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ιερών Μητροπόλεων, με την οποία ο προσφεύγων είχε κληθεί σε απολογία ενώπιον του πρωτοβαθμίου αυτού πειθαρχικού συμβουλίου, δεν πληρούσε τις τιθέμενες από το άρθρο 119 του Κανονισμού 5/1978 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προϋποθέσεις, για τον λόγο δε αυτό εξαφανίσθηκε η 1η/8-3-2001 πράξη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να επαναληφθεί η πειθαρχική διαδικασία από το στάδιο της κλήσης του προσφεύγοντος σε απολογία ενώπιον του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου. Μετά την κοινοποίηση της εν λόγω ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου στην Εκκλησία της Ελλάδος (αρ. πρωτ. εισερχ. Ι.Σ. 4032/15-9-2005), ο αιτών εκλήθη εκ νέου σε απολογία ενώπιον του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την 270/13-6-2006 πράξη του Προέδρου του, εκλήθη δε στη συνέχεια να παραστεί ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, με την 304/
9-2-2007 κλήση. Στον αιτούντα επεβλήθη στη συνέχεια η ποινή της οριστικής παύσης με την 2/26-2-2007 πράξη του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία, όμως, στη συνέχεια ακυρώθηκε, κατόπιν έφεσής του, με την 1/10-12-2007 πράξη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος (διορθωθείσα με την 3/15-4-2008 πράξη αυτού), λόγω πλημμελειών και της νέας κλήσης του τιμωρηθέντος σε απολογία, διατάχθηκε δε εκ νέου, με την 2/11-6-2008 απόφαση του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου, η επανάληψη της διαδικασίας από το στάδιο αυτό. Επηκολούθησε νέα κλήση του αιτούντος σε απολογία, του επεβλήθη δε εκ νέου η ποινή της οριστικής παύσης με την δε 4/22-7-2008 απόφαση του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου, έφεση δε του εν λόγω υπαλλήλου κατά της ως άνω αποφάσεως απερρίφθη με την 2/15-5-2009 πράξη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Προσφυγή του αιτούντος κατά της τελευταίας αυτής πειθαρχικής αποφάσεως έγινε δεκτή με την 131/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρώθηκε η εν λόγω απόφαση και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να επαναληφθεί η πειθαρχική διαδικασία, μετά από κοινοποίηση στον υπάλληλο παραπεμπτηρίου εγγράφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 110 παρ. 5 και 6 του Κανονισμού 5/1978 της Ιεράς Συνόδου.
3. Επειδή, όπως προκύπτει από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο, με το 461/2-2-2015 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (αρ. πρωτ. ΣτΕ 453/3-2-2015) έκθεση απόψεων και τα σχετικά συνημμένα στοιχεία, η Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, σε συμμόρφωση προς την ως άνω 131/2014 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, απέστειλε προς τον αιτούντα Γρηγόριο Σταμούλη το 239/25-4-2014 παραπεμπτήριο έγγραφο, το οποίο, όπως προκύπτει από την 8274Γ/25-4-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Δ. Μπασμπάνου, θυροκολλήθηκε αυθημερόν στην οικία αυτού παρουσία ενός μάρτυρα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 130 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγω απουσίας του ίδιου και αρνήσεως της συνοίκου μητέρας του να το παραλάβει. Επηκολούθησε επίδοση στον αιτούντα, επίσης με θυροκόλληση και τήρηση της προβλεπομένης στο άρθρο 128 ΚΠολΔ διαδικασίας (βλ. 4491/30-10-2014 έκθεση επιδόσεως και σχετικά αποδεικτικά) της 5421/30-10-2014 κλήσης σε απολογία, στην οποία εν πολλοίς καταγράφεται το περιεχόμενο του ως άνω παραπεμπτηρίου εγγράφου. Κατόπιν υποβολής απολογητικού υπομνήματος από τον αιτούντα και παραστάσεως αυτού και του συνηγόρου του ενώπιον του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου (βλ. 3/5-11-2014 πρακτικό), το εν λόγω Συμβούλιο, με το 8/11-12-2014 πρακτικό του, επέβαλε εκ νέου στον αιτούντα την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Τα ως άνω πρακτικά, μαζί με το 698/19-12-2014 διαβιβαστικό έγγραφο, επιδόθηκαν στον αιτούντα στις 23-12-2014 (βλ. 1115Δ έκθεση επιδόσεως). Όπως δε προκύπτει από το 1541/15-4-2015 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς το Δικαστήριο και τα σχετικά συνημμένα στοιχεία, η ασκηθείσα από τον αιτούντα στις 6-3-2015 έφεση κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν εξετάσθηκε
κατ’ ουσίαν, ως εκπρόθεσμη, από το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Εκκλησίας, επηκολούθησε δε η απόλυση του αιτούντος με την 216/
31-3-2015 πράξη του Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας. Με τα δεδομένα αυτά, η Διοίκηση, η οποία υπεχρεούτο, σε συμμόρφωση προς την 131/2014 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, να επαναλάβει την πειθαρχική διαδικασία από την κοινοποίηση παραπεμπτηρίου εγγράφου στον αιτούντα, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 110 παρ. 5 και 6 του Κανονισμού 5/1978 της Ιεράς Συνόδου, και όχι να τον απαλλάξει της πειθαρχικής ευθύνης ή να προβεί οπωσδήποτε σε ευμενέστερη κρίση της υπόθεσής του, ή να κινήσει τη διαδικασία μετάταξης αυτού, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο αιτών, έχει κατ’ αρχήν συμμορφωθεί προς την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου. Η δε αμφισβήτηση της νομιμότητας της νεότερης πειθαρχικής αποφάσεως (8/11-12-2014 πρακτικού του Τριμελούς Συμβουλίου) ή της προηγηθείσης διαδικασίας δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του παρόντος Συμβουλίου, αλλά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δικαστικής κρίσης, κατόπιν ασκήσεως σχετικού ενδίκου βοηθήματος εκ μέρους του αιτούντος.
4. Επειδή, εξάλλου, η Διοίκηση, συμμορφούμενη, κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, με την 131/2014 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, είχε υποχρέωση όχι μόνο να επαναλάβει την πειθαρχική διαδικασία από το σημείο της κοινοποίησης παραπεμπτηρίου εγγράφου στον αιτούντα, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 110 παρ. 5 και 6 του Κανονισμού 5/1978 της Ιεράς Συνόδου "Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων" (Α΄ 48), αλλά να προβεί στη ρύθμιση και των λοιπών υπηρεσιακών θεμάτων, που σχετίζονται στενά με την ακυρωθείσα πειθαρχική απόφαση, όπως είναι η απόδοση τυχόν παρακρατηθεισών αποδοχών, υποχρέωση η οποία καταλαμβάνει κάθε συμμετέχουσα στην εν λόγω διαδικασία αρχή (βλ. πρακτ. Συμβ. Συμμ. 68/2007, 112/2011 κ.ά.). Εξάλλου, ο ως άνω Κανονισμός 5/1978 ορίζει στο άρθρο 86 παρ. 3 ότι «Τίθεται … αυτοδικαίως εις αργίαν ο υπάλληλος καθ' ου εξεδόθη πειθαρχική περί απολύσεως απόφασις, από της κοινοποιήσεως αυτής μέχρι τη λήξεως των προθεσμιών προς άσκησιν ενώπιον του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας εφέσεως και προσφυγής ενώπιον ή μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί των τυχόν ασκηθεισών εφέσεων και προσφυγής. Εξαφανιζομένης ή μεταρρυθμιζομένης της αποφάσεως, επανέρχεται ο υπάλληλος αυτοδικαίως εις την ενέργειαν», στο άρθρο 87 ότι « 1. Δύναται να τεθή εις αργίαν ο υπάλληλος καθ’ ου υφίσταται: α) … β) Εκκρεμής πειθαρχική δίωξις δι’ αδίκημα δυνάμενον να επιφέρη την απόλυσιν … γ) … . 2. Η περί θέσεως εις αργίαν ή επαναφοράς εκ ταύτης εις ενέργειαν πράξις εκδίδεται υπό του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Εκκλ. Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, μετ’ απόφασιν του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 3. … 4. … Ο υπάλληλος επανέρχεται εις ενέργειαν από της κοινοποιήσεως αυτώ της περί επαναφοράς πράξεως, πλην εάν εξεδόθη εν τω μεταξύ … εις … την υπό στοιχείον β΄ περίπτωσιν πειθαρχική απόφασις επιβάλλουσα ποινήν κατωτέραν της απολύσεως, ότε από της τελεσιδικίας αυτ[ής] επανέρχεται αυτοδικαίως ο υπάλληλος εις ενέργειαν», στο δε άρθρο 88 τα εξής: « Εκ των αποδοχών του εν αργία υπαλλήλου παρακρατείται το εν τέταρτον δυνάμενον να αποδοθή αυτώ κατόπιν αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου εάν απαλλαγή δυνάμει τελεσιδίκου αποφάσεως ή τιμωρηθή δια πειθαρχικής ποινής κατωτέρας της απολύσεως …».
5. Επειδή, με το 83/4-2-2015 έγγραφό της προς το Δικαστήριο
(αρ. πρωτ. ΣτΕ 541/9-2-2015), η Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας ενημέρωσε το παρόν Συμβούλιο ότι «… κατόπιν αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της 5/2/2015 έχει ήδη δρομολογηθεί η απόδοσις του παρακρατηθέντος ενός τετάρτου (1/4) του συνολικού ποσού των αποδοχών του ανωτέρω [ήδη αιτούντος], κατά το χρονικόν διάστημα από 16/1/2014 έως 19/12/2014 [αναφέρεται εκ παραδρομής αντί του ορθού 23-12-2014], ημέρα κοινοποιήσεως του 8/11-12-2014 πρακτικού του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Ιερών Μητροπόλεων ως επίσης και το ήμισυ της δικαστικής δαπάνης ποσού 460 ευρώ, τα οποία θα καταβληθούν έως τις 30/4/2015». Κατά τα διαλαμβανόμενα δε στο 299/7-4-2015 έγγραφο της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως προς το Δικαστήριο (αρ. πρωτ. ΣτΕ 1542/
15-4-2015), «… σε σχέση με την απόδοση του παρακρατηθέντος 1/4 του συνολικού ποσού των αποδοχών του ανωτέρω κατά το χρονικό διάστημα από 16/1/2014 έως 23/12/2014 (ημέρα κοινοποιήσεως του 8/11-12-2014 πρακτικού του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ιερών Μητροπόλεων), σας γνωρίζουμε ότι κατά τον μήνα Μάρτιο κατεβλήθη το αναλογούν ποσό του 1/4 ως επίσης και το ήμισυ της δικαστικής δαπάνης ποσού 460,00 ευρώ το οποίο θα καταβληθεί σήμερα 6 Απριλίου», επισυνάπτεται δε σχετική απόδειξη πληρωμής προς τον αιτούντα Μαρτίου 2015. Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω έκθεση απόψεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατεβλήθη στον αιτούντα από την Εκκλησία της Ελλάδος και το υπόλοιπο ήμισυ (460 ευρώ) της επιδικασθείσης δικαστικής δαπάνης. Με τα δεδομένα αυτά, προκύπτει κατ' αρχήν συμμόρφωση της Διοίκησης προς την 131/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τόσο ως προς την καταβολή στον αιτούντα της επιδικασθείσης δικαστικής δαπάνης συνολικού ύψους 920 ευρώ, όσο και ως προς την στενώς συνδεόμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της ως άνω αποφάσεως απόδοση του ενός τετάρτου των αποδοχών του αιτούντος, που παρανόμως είχαν παρακρατηθεί κατά το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως
(16-1-2014), οπότε έληξε αυτοδικαίως η αργία του αιτούντος, μέχρι την κοινοποίηση στον αιτούντα (23-12-2014) του 8/11-12-2014 πρακτικού του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου, με το οποίο του επεβλήθη εκ νέου η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης (οπότε ετέθη και πάλι, αυτοδικαίως, σε αργία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 86 παρ. 3 του ως άνω Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων).
6. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση συμμορφώσεως ο αιτών ζητεί να του αποδοθούν όλες οι παρακρατηθείσες αποδοχές του από το έτος 2001 και εντεύθεν. Με την 112/2011 απόφαση του παρόντος Συμβουλίου είχε απορριφθεί προηγούμενη (από 22-9-2006) αίτηση του ιδίου σχετικά με τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την 1557/2005 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, όπως συμπληρώθηκε με τις από 22-9-2009, 5-10-2010 και 19-10-2010 αιτήσεις - υπομνήματα, ο αιτών ζητούσε επίσης την απόδοση των παρακρατηθεισών λόγω αργίας αποδοχών του από τον Απρίλιο του 2001 (οπότε του είχε κοινοποιηθεί η 1/8-3-2001 πράξη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος) μέχρι 10-6-2009 (οπότε του κοινοποιήθηκε η νεότερη 2/
15-5-2009 πράξη του αυτού Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου), κρίθηκε δε με την απόφαση αυτή του παρόντος Συμβουλίου ότι με την απόδοση στον αιτούντα του 1/4 των παρακρατηθεισών λόγω αργίας αποδοχών του από τη δημοσίευση (19-5-2005) της 1557/2005 ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι την κοινοποίηση στον αιτούντα
(27-3-2007) του 2/26-2-2007 πρακτικού του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί εκ νέου επιβολής σ’ αυτόν της ποινής της οριστικής παύσης, η Διοίκηση είχε συμμορφωθεί πλήρως προς την εν λόγω απόφαση. Επομένως, το αίτημα περί επιστροφής των παρακρατηθεισών λόγω αργίας αποδοχών του αιτούντος, καθ’ ο μέρος αφορά στο ως άνω χρονικό διάστημα πρέπει, προεχόντως ως ήδη εξετασθέν από το παρόν Συμβούλιο, να απορριφθεί (βλ. σχετ. άρθρο 5 παρ. 2 του π.δ. 61/2004). Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι το ζήτημα της απόδοσης των παρακρατηθεισών, λόγω αργίας, αποδοχών του αιτούντος, τόσο για το ανωτέρω χρονικό διάστημα (2001 - 2009), όσο και για το μεταγενέστερο αυτού, μέχρι τη δημοσίευση, στις 16-1-2014, της 131/2014 ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν σχετίζεται άμεσα με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της εν λόγω αποφάσεως (με την οποία, σημειωτέον, ούτε απηλλάγη ο αιτών της πειθαρχικής ευθύνης, ούτε μετριάσθηκε η επιβληθείσα σ’ αυτόν πειθαρχική ποινή, αλλά απλώς διετάχθη, λόγω τυπικών πλημμελειών, η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας). Το δε αίτημα του αιτούντος να του αποδοθούν οι παρακρατηθείσες, λόγω αργίας, αποδοχές του για χρονικά διαστήματα εκτός των δύο προαναφερθέντων (από 19-5-2005 έως 27-3-2007 και από 16-1-2014 έως 23-12-2014), μόνον ευθέως συνδεομένων προς, αντιστοίχως, τις 1577/2005 και 131/2014 ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του παρόντος Συμβουλίου, αλλά θα μπορούσε να εξετασθεί, κατόπιν αιτήσεώς του, από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, κατά τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 88 του Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων.
7. Επειδή, εφόσον η Διοίκηση συμμορφώθηκε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, προς την 131/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2015 και η απόφαση εκδόθηκε στις 19 Μαρτίου 2018.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας του Γ´ Τμήματος
Δ. ΣκαλτσούνηςΔ. Τετράδη