Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Εμπρόθεσμη έφεση εις το ΑΥΣΕ


Ο γραμματεύς της μητροπόλεως π. Δημήτριος Παπαγρηγορίου μου παρέδωσε στο γραφείο της γραμματείας το κατωτέρω δημοσιευόμενο έγγραφο με αριθ. πρωτ. 503/19-9-2000 το οποίο περιείχε το υπ` αριθ. 2/5-6-2000 πρακτικό του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Επίσης την ίδια ημέρα δικαστικός επιμελητής μου κοινοποίησε στο γραφείο της γραμματείας της μητροπόλεως το ίδιο πρακτικό το οποίο δημοσίευσα στην προηγούμενη ανάρτηση.
Κατόπιν αυτής της απροσδόκητης και καταστροφικής για εμένα αποφάσεως περί οριστικής απολύσεως, ο δικηγόρος μου, κατέθεσε εμπρόθεσμα στο Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο (ΑΥΣΕ) έφεση, την οποία κοινοποιώ κατωτέρω.                

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ
τέως οδηγός Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας.


 
 
 
1η έφεση στο ΑΥΣΕ.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΦΕΣΗ
Του Γρηγορίου Αριστοφ. Σταμούλη, κατοίκου Ν. Φιλαδελφείας Αττικής, οδός Τ., αρ. 3.  
ΚΑΤΑ
1. Της Ιεράς Μητρόπολης Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας. Λεωφ. Ηρακλείου, αρ. 340, νομίμως εκπροσωπουμένης υπό του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Κωνσταντίνου Φαραντάτου.
2. Της από 5.6.2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεων η οποία περιέχεται στο υπ` αριθ. 2/5.6.2000 πρακτικό.
                                                          .................................
Εκκαλώ την από 5.6.2000 απόφαση του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεων που περιέχεται στο υπ` αριθ. 2/5.6.2000 πρακτικό, για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθινούς λόγους, και για όσους επιφυλάσσομαι να προσθέσω αργότερα.
Α’   Λόγος
Στέρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως.
Το άρθρο 119 του Κανονισμού υπ` αριθ. 5/1978 «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προβλέπει ότι «Αι εις πρώτον βαθμόν καταδικαστικαί αποφάσεις εκδίδονται επί ποινή ακυρότητος μετ` έγγραφον κλήσιν του υπαλλήλου εις απολογίαν...», η οποία «καθορίζει το αποδιδόμενον πειθαρχικόν αδίκημα και τάσσει εύλογον προθεσμίαν προς απολογίαν, πάντως ουχί βραχυτέραν των τριών ημερών. Η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί επί δεδικαιολογημένη εγγράφω αιτήσει του καλουμένου». Επίσης, στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι «Προ της απολογίας δικαιούται ο υπάλληλος να λάβει γνώση της σχηματισθείσης δικογραφίας».
Είναι φανερό ότι σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι η παροχή στον διωκόμενο υπάλληλο της δυνατότητας να λάβει γνώση των αποδιδομένων πειθαρχικών αδικημάτων και να αμυνθεί προσηκόντως δια της απολογίας του. Η μεγάλη βαρύτητα του δικαιώματος απολογίας του διωκόμενου εμφαίνεται από την πρόβλεψη ποινής ακυρότητας των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται άνευ εγγράφου κλήσεως του υπαλλήλου σε απολογία, από την πρόβλεψη ελάχιστης προθεσμίας προς απολογία καθώς και της δυνατότητας παράτασης αυτής αιτήσει του υπαλλήλου, ο οποίος δικαιούται να λάβει γνώση της σχηματισθείσας δικογραφίας. Απώτερος σκοπός των παραπάνω είναι να εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις για την πληρέστερη άμυνα του διωκόμενου εν όψει των αποδιδομένων αδικημάτων.
Πράγματι την 2.6.2000 και ώρα 13:10 μμ, μου κοινοποιήθηκε η υπ` αριθ. πρωτ. 72 Κλήση σε απολογία του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεως δια της οποίας εκλήθην να παρασταθώ αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο και να εκθέσω τις απόψεις μου την 5.6.2000 και ώρα 8.30 πμ. Η εν λόγω κλήση ουδόλως καθόριζε το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έταζε εύλογη προθεσμία προς απολογία, αφού μου κοινοποιήθηκε Παρασκευή μεσημέρι και με καλούσε να παρασταθώ στο Συμβούλιο στις 8.30 πμ της προσεχούς Δευτέρας. Είναι φανερό ότι ήταν πρακτικώς αδύνατον να μπορέσω να προετοιμάσω την απολογία μου, από τη στιγμή που, όχι μόνο δεν γνώριζα τα αποδιδόμενα σε εμένα αδικήματα, αλλά επιπλέον οι δυο ημέρες που μεσολαβούσαν ήταν σαββατοκύριακο, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να λάβω γνώση της δικογραφίας, αλλά και να συμβουλευθώ δικηγόρο σχετικά με το τι έπρεπε να πράξω εν όψει μιας τόσο σοβαρής και δυσάρεστης για μένα κατάστασης. Κατόπιν των ανωτέρω, απέστειλα επιστολή στο ως άνω Συμβούλιο δια της οποίας ζητούσα να μου γνωστοποιηθούν οι εις βάρος μου κατηγορίες. Η επιστολή μου αυτή αγνοήθηκε εντελώς και το Συμβούλιο προχώρησε στην έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεώς του, χωρίς ουσιαστικά να μου παρασχεθεί η νομοθετικά και συνταγματικά κατοχυρωμένη δυνατότητα απολογίας.
Είναι προφανές ότι το Συμβούλιο προέβη σε στενή και εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 119 παρ. 7 του υπ` αριθ. 5/1978 Κανονισμού, αφού αφενός δεν αναφέρει στην κλήση μου σε απολογία τα αποδιδόμενα αδικήματα, ώστε να γνωρίζω τα θέματα για τα οποία καλούμαι να απολογηθώ, αφετέρου η τασσόμενη προθεσμία σε απολογία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη, τη στιγμή που αφορούσε, όπως έμαθα εκ των υστέρων, 12 πειθαρχικά αδικήματα, πολλά εκ των οποίων ήταν ιδιαίτερα σοβαρά, επισύροντα ακόμα και βαρύτατες ποινικές ευθύνες, ήταν δε βραχύτερη από την ελάχιστη προβλεπόμενη, παρέχοντάς μου μόνο ένα σαββατοκύριακο, κατά το οποίο εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον να ενημερωθώ και να συντάξω την απολογία μου. Επομένως, για το λόγο αυτό, δέον όπως εξαφανισθεί η εκκαλουμένη.
Β’   Λόγος
Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
Όπως συνάγεται από την ίδια την εκκαλουμένη, δεν στοιχειοθετήθηκε κατηγορία για τα 7 εκ των 12 συνολικώς αποδιδομένων αδικημάτων για τα οποία παραπέμφθηκα στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Απέμειναν επομένως 5 αδικήματα. Ωστόσο η εκκαλουμένη στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της κρίσης της για τα 12 αυτά αδικήματα, περιοριζόμενη στην απλή παράθεση αποσπασμάτων των καταθέσεων των μαρτύρων, χωρίς αξιολόγηση αυτών, και παραλείποντας να αποφανθεί ειδικώς για κάθε ένα εκ των αποδιδομένων αδικημάτων. Μόνο για την τελείως ανυποστήρικτη και βαρύτατη κατηγορία της απιστίας περί την υπηρεσία, η εκκαλουμένη αναφέρει επιγραμματικώς ότι «δεν στοιχειοθετείται κατηγορία δια το πειθαρχικόν παράπτωμα της απιστίας περί την Υπηρεσίαν», χωρίς όμως να υπεισέρχεται σε ανάλυση των υπολοίπων βαρύτατων κατηγοριών, για τις οποίες τελικώς δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία ώστε να στοιχειοθετηθούν. Εντελώς επιγραμματικά απαριθμεί 5 αδικήματα στα οποία θεωρεί ότι υπέπεσα, σιωπώντας εντελώς για πολλά εκ των 12 αδικημάτων. Η πρόχειρη αυτή εξέταση των αποδιδομένων αδικημάτων φαίνεται και από τις αντιφάσεις της εκκαλουμένης, η οποία απέρριψε την κατηγορία περί πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων μου, ενώ συγχρόνως δέχθηκε ότι απέχω από αυτά, δημιουργώντας το εύλογο ερώτημα, πως είναι δυνατόν να απέχω από την εκτέλεση των καθηκόντων μου αλλά ταυτόχρονα να τα εκτελώ επιμελώς.
Επομένως καθίσταται εντελώς ασαφής και αδύνατη η σύνδεση μαρτυριών και κατηγοριών. Ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας έχουν επιλεγεί αποσπασματικά τμήματα διαφόρων καταθέσεών τους, που προσεκτικότερη ανάλυση θα αποδείκνυε τις αντιφάσεις στις οποίες οι μάρτυρες αυτοί έχουν υποπέσει, για δε τις ελάχιστες καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, η εκκαλουμένη με λακωνικό τρόπο αναφέρει ότι αφού έρχονται σε πλήρη αντίθεση προς τις καταθέσεις κατηγορίας, υφίστανται «σαφείς απορίες». Δυστυχώς οι απορίες αυτές δεν αναλύονται και το χειρότερο όλων είναι ότι το Τριμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο έλαβε σαφή θέση υπέρ των μαρτύρων κατηγορίας αγνοώντας παντελώς τους μάρτυρες υπεράσπισης άνευ συζητήσεως και αιτιολογίας.
Επομένως και για τον λόγο αυτό δέον όπως εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση περί οριστικής παύσεώς μου.
Στο σημείο αυτό επιθυμώ να θέσω υπ` όψιν σας ότι οι ψευδέστατες και εξωφρενικές καταθέσεις 6 μαρτύρων κατηγορίας δεν με άφησαν απαθή, για το λόγο αυτό κατέθεσα την από 8.6.1999 μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον των Χ. Π., Αρχιμανδρίτου, Γεωργίου Σουλιώτη, Πρωτοπρεσβυτέρου, Π.Ρ., Αρχιμανδρίτου, Κ.Μ. ιερέως, Δ.Β., Εμπόρου και Κων/νου Φαραντάτου (Μητροπολίτου).
Γ’   Λόγος
Ειδικότερα επί των αδικημάτων που τελικώς διαπιστώνει η εκκαλουμένη ότι υπέπεσα.
Την 1.9.1984 προσελήφθην από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για την κάλυψη θέσεως Κλητήρα-Οδηγού των Γραφείων της Ιεράς Μητρόπολις Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας, θέση στην οποία μονιμοποιήθηκα με την από 27.8.1985 απόφαση του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Ι. Συνόδου, εντασσόμενος στον κλάδο ΣΕ Κλητήρων-Οδηγών, με την υπ` αριθμ. 199/29.10.1985 πράξη δημοσίευσης του ΦΕΚ και του σχετικού Πρωτοκόλλου ορκωμοσίας. Από την ισχύ του ν. 2190/1984 (ΦΕΚ 28 Α) και σύμφωνα με το άρθρο 38, κατετάγην στον κλάδο ΔΕ 3 οδηγού αυτοκινήτου, χρόνος υπηρεσίας στον βαθμό Γ’, 7 έτη, 6 μήνες, 2 ημέρες.
Στην εν λόγω θέση, δηλαδή οδηγού του Μητροπολιτικού Αυτοκινήτου, υπηρέτησα κανονικά και ανελλιπώς, με πάθος, σύνεση, ευσέβεια και απόλυτη εμπιστοσύνη και επιδεικνύοντας πάντα άψογη συμπεριφορά, από την 1.10.1984 μέχρι την 11.12.1997, ως οδηγός του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου.
Από το τέλος του έτους 1995, για αγνώστους σε εμένα λόγους, άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά εις βάρος μου μια εχθρική και επιθετική συμπεριφορά εκ μέρους του Μητροπολίτη κ. Κωνσταντίνου Φαραντάτου, ενώ τα προηγούμενα δυο έτη η σχέση μας υπήρξε αρμονική και χωρίς προβλήματα.
Εντελώς ξαφνικά, χωρίς καμία αιτία και αφορμή, την 11.12.1997, μετά από όλα αυτά τα χρόνια που εργαζόμουν καθημερινά ως οδηγός, ο Σεβασμ. Μητροπολίτης με έπαυσε προφορικά και πρακτικά με το να μην χρησιμοποιεί δηλαδή τις υπηρεσίες μου, από τη θέση που κατείχα ως οδηγός του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου.
Ειδικότερα, ενώ βρισκόμουν σε εγκεκριμένη, από τον ίδιο τον Μητροπολίτη, άδεια στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τα Γιάννενα, πήρε τα κλειδιά του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου και τα έδωσε στον υπάλληλο της Ι. Μητροπόλεως, Πατέρα Δημήτριο Παπαγρηγορίου, με σκοπό να το οδηγήσει ο ίδιος, ο οποίος όμως δεν αρκέστηκε μόνο σ` αυτό, αλλά το παραχώρησε μάλιστα και στο γιο του για να το οδηγήσει, παρκάροντάς το μάλιστα απροκάλυπτα έξω από το σπίτι τους, παρόλο που σύμφωνα με ρητή διάταξη της υπ` αριθμ. 40009/1953 Εγκυκλίου, όλα τα κρατικά αυτοκίνητα στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς-Θεσσαλονίκης οφείλουν να σταθμεύουν σε ενιαίους χώρους στάθμευσης (Γκαράζ) υποχρεωτικά.
Με μια σειρά νομοθετημάτων, Υπουργικών Αποφάσεων και εγκυκλίων ρυθμίζονται λεπτομερώς τα θέματα χρήσης, κίνησης, κυκλοφορίας κτλ. των υπηρεσιακών αυτοκινήτων οχημάτων. Συγκεκριμένα, για τους Μητροπολίτες γίνεται ειδική μνεία μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται την χρήση υπηρεσιακών αυτοκινήτων. Σύμφωνα δε, με την ρητή διάταξη της περίπτ. γ’ της παρ. 3, του άρθρου 2 του Ν.Δ. 2396/53 και την υπ` αριθμ. 40009/1953 Εγκύκλιο, απαγορεύεται η οδήγηση του υπηρεσιακού αυτοκινήτου από οποιοδήποτε άτομο εκτός του υπευθύνου οδηγού. Υπεύθυνος οδηγός, θεωρείται αυτός που έχει προσληφθεί, διαθέτοντας τα ουσιαστικά και τα προβλεπόμενα από το νόμο τυπικά προσόντα και είναι ουσιαστικά υπεύθυνος και υπόλογος για κάθε υπαίτια βλάβη η φθορά του.
Εγώ ήμουν ο κατά νόμο διορισμένος στην οργανική αυτή θέση και η απασχόλησή μου αφορούσε αποκλειστικά και μόνον το συγκεκριμένο υπηρεσιακό αυτοκίνητο της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, το οποίο είναι πολύ παλαιάς τεχνολογίας (30 ετών) και χωρίς τις σύγχρονες ενδείξεις λειτουργίας και ήμουν ο μόνος που γνώριζα τόσο καλά την λειτουργία του, τις τεχνικές του ανάγκες, ενώ το φρόντιζα με μεγάλη επιμέλεια και προσοχή και το διατηρούσα σε πολύ καλή κατάσταση. Και ξαφνικά, κατά την περίοδο που απουσίαζα με άδεια και συγκεκριμένα την 11.12.1997, ο Σεβασμ. Μητροπολίτης έδωσε τα κλειδιά στο ανωτέρω πρόσωπο, που δεν είναι κατά νόμο διορισμένος στην οργανική θέση του οδηγού και δεν φέρει καμία ευθύνη για τις τυχόν προκληθείσες ζημιές στο αυτοκίνητο. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που υπέβαλα αίτηση στην Τροχαία Νέας Ιωνίας για τον έλεγχο του μητροπολιτικού οχήματος, για να απαλλαγώ δηλαδή από οποιαδήποτε ευθύνη εάν τυχόν συνέβαινε ατύχημα καθήν διάρκεια το αυτοκίνητο δεν οδηγείτο από εμέ.
Πράγματι λοιπόν από τον Δεκέμβριο του 1997 έπαυσα να είμαι οδηγός του μητροπολιτικού αυτοκινήτου, κατόπιν αποφάσεως του Σεβασμ. Μητροπολίτη, χωρίς ποτέ να μου εξηγηθούν οι λόγοι, και τελείως ενάντια στην βούλησή μου. Τη θέση αυτή υπηρέτησα με ζήλο και υπευθυνότητα για 13 ολόκληρα έτη, και την παύση μου από αυτήν όχι μόνο δεν επεδίωξα, αλλά αντιθέτως τη θεώρησα ως βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας μου, καθώς πέραν των εισοδημάτων που απώλεσα, επήλθαν και άλλες δυσάρεστες αλλαγές, με σημαντικότερη το ότι ο Σεβασμ. Μητροπολίτης με έβγαλε από τον προθάλαμο, που με είχε τοποθετήσει μετά από δική του παρέμβαση, και με ‘’πέταξε’’ στην κυριολεξία στο πλατύσκαλο της Ιεράς Μητροπόλεως, αποκόβοντάς με τελείως από τους άλλους υπαλλήλους της Ι. Μητροπόλεως που βρίσκονται κανονικά μέσα στα γραφεία της, χωρίς φυσικά προηγουμένως να με ενημερώσει η να μου κοινοποιήσει κάποια απόφαση της βλαπτικής αυτής μεταβολής των όρων και συνθηκών εργασίας μου. Σημειωτέον ότι ενώ καθ` όλη την διάρκεια της θητείας μου στην παραπάνω Ι. Μητρόπολη, στεγαζόμουν κανονικά, όπως και οι υπόλοιποι υπάλληλοι, εντός των Γραφείων της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως, ήδη από την 5.11.1996, ο Σεβασμ. Μητροπολίτης, από το άνετο ανεξάρτητο γραφείο που είχα στην διάθεσή μου, με παραγκώνισε σε ένα πλατύσκαλο στο χώλ του δευτέρου ορόφου, που χρησίμευε ουσιαστικά ως προθάλαμος για τα υπόλοιπα γραφεία και χώρος υποδοχής του κοινού, το οποίο στερείται κλιματισμού, χωρίς προηγουμένως να μου έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του αυτή και να μου έχει εξηγήσει τους λόγους της μειωτικής για εμένα μεταφοράς. Παράλληλα ο Σεβασμ. Μητροπολίτης άρχισε να μου συμπεριφέρεται με τρόπο μειωτικό για την προσωπικότητά μου αποκαλώντας με επιδεικτικά και περιφρονητικά ‘’κλητήρα’’ ενώπιον τρίτων, συναδέλφων κα μη.
Για όλους αυτούς τους λόγους αναγκάστηκα να καταθέσω την από 26.1.1999 Αγωγή μου κατά της Ιεράς Μητρόπολης και του Σεβασμ. Μητροπολίτη η οποία συζητήθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών την 12.5.2000, χωρίς να έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα απόφαση. Με την Αγωγή μου αυτή ζητώ να διαταχθούν τα νόμιμα ώστε να εκλείψουν οι άνω βλαπτικές μεταβολές των όρων και συνθηκών της εργασίας μου και να χρησιμοποιηθώ εκ νέου ως οδηγός του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου, να επανατοποθετηθώ στα γραφεία της Μητρόπολης, ώστε να μην προσφέρω τις υπηρεσίες μου πλέον από το πλατύσκαλό της, να απαγορευθεί σε οποιοδήποτε άτομο, εκτός εμού, που είμαι ο μόνος νόμιμα διορισμένος στην οργανική θέση του οδηγού, να χρησιμοποιεί το Μητροπολιτικό αυτοκίνητο, γιατί αποκλειστικά υπεύθυνος και υπόλογος για τυχόν βλάβη επί του αυτοκινήτου είμαι εγώ, αφού καμιά νόμιμα ειλημμένη απόφαση δεν μου κοινοποιήθηκε περί εκπτώσεώς μου, από τη θέση του οδηγού του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να με αποζημιώσουν για τις αποδοχές τις οποίες απώλεσα και την ηθική βλάβη που υπέστην. Κατά τη συζήτηση δε της αγωγής μου, η Ιερά Μητρόπολη κατέθεσε ανταγωγή με την οποία ζητούσε από εμέ, έναν «κλητήρα» να καταβάλω το εξωφρενικό ποσό των 30.000.000 δρχ. για ηθική βλάβη που δήθεν τους προξένησα.
Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, ότι ουδόλως διέπραξα το πειθαρχικό αδίκημα της αδικαιολογήτου αποχής από της εκτελέσεως των καθηκόντων, αντιθέτως έφθασα στο σημείο να ζητήσω δικαστικώς την επαναφορά μου στη θέση του οδηγού, επομένως, η περί αυτού κρίση της εκκαλουμένης είναι εσφαλμένη και μονομερής, καθώς, στερώντας μου όπως προανέφερα το δικαίωμα απολογίας και έκθεσης των απόψεών μου, αρκέσθηκε στο να υιοθετήσει αυτούσιους τους ισχυρισμούς της αντιδίκου μου.
Είναι εύλογο ότι η άσχημη αυτή τροπή της κατάστασης, δημιούργησε ένα δυσάρεστο κλίκα στον εργασιακό μου χώρο, με την ευθεία αυτή αντιπαράθεση με την αντίδικό μου Ι. Μητρόπολη, στην οποία όμως εξωθήθηκα λόγω ακριβώς των προαναφερθεισών βλαπτικών μεταβολών της εργασίας μου. Η άσκηση όμως των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μου παροχής έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια, εξελήφθη από την αντίδικο ως ασέβεια και μη προσήκουσα συμπεριφορά η αναξιοπρεπής στάση, με αποτέλεσμα να κατηγορηθώ για σωρεία πειθαρχικών αδικημάτων.
Εσφαλμένως εκτίμησε η εκκαλουμένη το αποδεικτικό υλικό, και χωρίς όπως προαναφέρθηκε να εκθέσω τις απόψεις μου δια απολογίας, με αποτέλεσμα να μου καταλογίσει 5 εκ των 12 αρχικώς πειθαρχικών αδικημάτων. Τα υπ` αριθ. 1,  2 και 4 πειθαρχικά αδικήματα που δήθεν διέπραξα, περί ασκήσεως κριτικής, αναξιοπρεπούς διαγωγής και μη προσήκουσας συμπεριφοράς προς τους προϊσταμένους, συγκλίνουν όλα σε ασεβή συμπεριφορά μου. Είναι όμως φανερό, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ότι η αντίδικος, ενοχλημένη από την άσκηση της αγωγής μου, θεωρεί αυτήν και μόνο ως ασεβή και αναξιοπρεπή συμπεριφορά. Ουσιαστικά δηλαδή παραπέμφθηκα στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και μου επεβλήθη η χειρίστη των ποινών, ήτοι η οριστική παύση, γιατί τόλμησα να παραπονεθώ για την αδικαιολόγητη βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας μου, για την δραματική μείωση των αποδοχών μου μετά από 13 συνεχή έτη υπηρεσίας και για την κατάφωρη προσβολή της προσωπικότητάς μου, ζητώντας δικαστική προστασία, όπως δικαιούται κάθε Έλληνας πολίτης σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους.
Δημιουργείται η εύλογη απορία, πως είναι δυνατόν επί 10 τουλάχιστον έτη, όπως βεβαιώθηκε και στην πλειονότητα των μαρτυρικών καταθέσεων, ακόμα και από μάρτυρες κατηγορίας, να υπήρξα άριστος, αξιόπιστος και αγαπητός υπάλληλος της Ι. Μητρόπολης, και ξαφνικά να μεταλλάχθηκα σε ασεβή, ανεύθυνο, οκνηρό και εριστικό άνθρωπο. Κανείς εκ των μαρτύρων δεν μπόρεσε να δώσει μια σοβαρή εξήγηση γι` αυτό το ...περίεργο φαινόμενο, αντιθέτως υφίσταται μια τεράστια και ακραία διάσταση απόψεων, αφού κάποιοι μάρτυρες προέβησαν σε ιδιαιτέρως ειδεχθείς περιγραφές του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς μου, ενώ πολλοί είπαν τα καλύτερα λόγια για μένα και το ήθος μου και την αφοσίωση στην εργασία μου.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι τελείως ανυπόστατες οι κατηγορίες περί ασέβειας και ανάρμοστης συμπεριφοράς που μου αποδίδονται, υπαγορευόμενες από εκδικητικότητα και εμπάθεια, επειδή αναγκάσθηκα να κινηθώ δικαστικώς. Όπως υπήρξα άψογος στην εκτέλεση των καθηκόντων μου και στις σχέσεις μου με συναδέλφους και προϊσταμένους για περισσότερο από μια δεκαετία, γεγονός που αναγνωρίζουν όλοι οι μάρτυρες, των οποίων τις καταθέσεις επικαλείται η εκκαλουμένη, έτσι συνεχίζω μέχρι και σήμερα να παρέχω με σύνεση και σεβασμό τις υπηρεσίες μου, με μοναδική διαφορά ότι δεν υπέμεινα απαθώς την ξαφνική, αδικαιολόγητη και προσβλητική βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας μου. Επομένως, όλως εσφαλμένως, και χωρίς προηγούμενη ακρόασή μου, η εκκαλουμένη θεώρησε ότι υπέπεσα στα αδικήματα της άσκησης κριτικής, αναξιοπρεπούς διαγωγής και μη προσήκουσας συμπεριφοράς προς τους προϊσταμένους.
Τέλος, η εκκαλουμένη δέχθηκε την κατηγορία περί βραδείας προσέλευσης και προώρου αποχωρήσεως από την Υπηρεσία. Ουδέποτε απουσίασα αδικαιολογήτως από την εργασία μου όπως αποδεικνύεται και από τις 18.3.98,   23.3.98,  26.3.1998,  6.4.1998 εξώδικες δηλώσεις-απαντήσεις μου στις ξαφνικές και συχνές παρατηρήσεις στο πρόσωπό μου, σχετικά με δήθεν απουσίες μου, όπου απαντώ σε όλες αυτές τις εντελώς ψευδείς κατηγορίες εναντίον μου, ότι δήθεν λείπω από την εργασία μου χωρίς άδεια. Οσάκις απουσίασα από την εργασία μου, αυτό οφείλετο είτε σε αιφνίδια ασθένεια (πονόδοντος) είτε για εκτέλεση εξωτερικών εργασιών στα πλαίσια των καθηκόντων μου. Είναι τουλάχιστον κακοήθειες τέτοιες κατηγορίες προερχόμενες από την αντίδικο, αφού όλες οι παρεξηγήσεις και αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν σχετικά με τα καθήκοντά μου και τις αρμοδιότητές μου, ήταν αποτέλεσμα της με πρωτοβουλία της αντιδίκου και του Σεβασμ. Μητροπολίτη βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας μου.
Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι δεν έχω υποπέσει σε κανένα από τα πειθαρχικά αδικήματα που θεώρησε η εκκαλουμένη ως διαπραχθέντα από εμένα και ότι όλως εσφαλμένως μου επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης, δέον λοιπόν όπως εξαφανισθεί η εκκαλουμένη.
Δ’  Λόγος
Εξάντληση της αυστηρότητας της επιβαλλόμενης ποινής
Τα πειθαρχικά αδικήματα στα οποία διαπιστώνει η εκκαλουμένη ότι υπέπεσα, αναφέρονται στο άρθρο 92 παρ. 3 του υπ` αριθ. 5/1978 Κανονισμού περί «Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» και συγκεκριμένα στα εδάφια στ,  ι,  ια,  ιγ και ιη. Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 εδ. α, «την ποινή της οριστικής παύσεως δύναται να επιβάλη ο πειθαρχικός δικαστής μόνον δια τα εξής αδικήματα: α) Παράβασιν του άρθρου 92 παρ. 3 περ. α και λ». Τα υπό α και λ αδικήματα ουδέποτε τελέστηκαν από εμένα και δεν συμπεριλαμβάνονται καν στις κατηγορίες της αντιδίκου εις βάρος μου. Το άρθρο 93 παρ. 4 του Κανονισμού απαριθμεί περιοριστικά τις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να επιβληθεί από τον πειθαρχικό δικαστή η ποινή της οριστικής παύσεως. Αντιπαραθέτοντας τα αδικήματα στα οποία δήθεν υπέπεσα σύμφωνα με την εκκαλουμένη, με τα περιοριστικός απαριθμούμενα στο άρθρο αυτό, καθίσταται σαφές ότι τα τέσσερα εκ των πέντε καταλογιζόμενων σε εμένα αδικημάτων δεν εμπίπτουν σε εκείνα για τα οποία σύμφωνα με τον Κανονισμό μπορεί να επιβληθεί οριστική παύση.
Απομένει λοιπόν μόνο το αδίκημα της «χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς και αναξίας εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγή εν Υπηρεσία, ιδιαιτέρως δε εντός Ι. Ναών». Όπως επαρκώς αποδείχθηκε ανωτέρω, ουδέποτε υπήρξα ασεβής και ουδέποτε επέδειξα αναξιοπρεπή διαγωγή, αντιθέτως υπέστην και υφίσταμαι ακόμη και σήμερα τις συνέπειες της τόλμης μου να διεκδικήσω τα νόμιμα δικαιώματά μου ασκώντας αγωγή κατά της αντιδίκου.
Η εκκαλουμένη επιβάλλοντας μου την ποινή της οριστικής παύσης εξήντλησε την αυστηρότητά της, καθώς μου επέβαλε τη χειρίστη δυνατή ποινή, επιβαλλόμενη από εξαιρετικές μόνο περιστάσεις, παρόλο που η ίδια απέρριψε ως ανυπόστατες και μη στοιχειοθετημένες τις περισσότερες κατηγορίες και μάλιστα χωρίς να μου έχει δοθεί η δυνατότητα να απολογηθώ. Τα δε τέσσερα από τα πέντε αδικήματα που τελικώς μου κατελόγισε δεν επισύρουν ποινή οριστικής παύσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 5/1978. Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπέπεσα σε κάποια ασέβεια, θα μπορούσε να μου επιβληθεί μια επιεικέστερη ποινή. Δέον λοιπόν όπως και για το λόγο αυτό εξαφανισθεί η εκκαλουμένη.
Ε π ε ι δ ή εκ των ανωτέρω ασφαλώς αποδείχθηκε ότι δεν διέπραξα κανένα από τα αποδιδόμενα σε εμένα πειθαρχικά αδικήματα.
Ε π ε ι δ ή αρμόδιο προς εκδίκαση της παρούσας είναι το Υμέτερο Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, ενώπιον του οποίου εμπροθέσμως ασκώ την παρούσα έχοντας έννομο συμφέρον και το κατά νόμο δικαίωμα προς τούτο.
                                                        ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
επιφυλασσόμενος παντός νομίμου δικαιώματός μου
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεσή μου στο σύνολό της.
Να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη από 5.6.2000 απόφαση του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεως που περιέχεται στο από υπ` αριθ. 2/5.6.2000 πρακτικό και
Να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στη δικαστική μου δαπάνη.
Αθήνα, 2 Οκτωβρίου 2000
                                                                                                         Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
ΠΑΝΟΣ ΒΑΣ. ΠΑΠΑΛΕΛΟΥΔΗΣ