Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Ανεξέλεγκτες ενέργειες του μητροπολίτου πρώην Ν. Ιωνίας Κων/νου


Δεν είναι εύκολο πράγμα να μιλάς για τον πρώην μητροπολίτη Νέας Ιωνίας Κων/νο Φαραντάτο και τους στενούς του συνεργάτες Αρχιερατικό πρωτ. Γεώργιο Σουλιώτη και γραμματέα πρωτ. Δημήτριο Παπαγρηγορίου οι οποίοι όχι μόνον δεν τον απέτρεπαν, αλλά αντιθέτως τον ωθούσαν προς το κακό και ευχαριστούντο να διαπράττουν ενέργειες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τον ευαγγελικό νόμο.
Αμέσως μετά την απόφαση περί οριστικής απολύσεώς μου από το ΑΥΣΕ και την δημοσίευσή της στο ΦΕΚ, ο μητροπολίτης διέκοψε πάραυτα την μισθοδοσία μου από το ελληνικό δημόσιο. Διαπίστωσα την παράνομη πράξη του όταν πήγα στην τράπεζα Πειραιώς όπου κατετίθετο καθ` έκαστον μήνα η μισθοδοσία μου. Από της 15ης Απριλίου 2001 έπαυσε τη μισθοδοσία μου. Απευθύνθηκα στην προϊσταμένη του υποκαταστήματος της Τραπέζης Πειραιώς Ν. Ιωνίας, η οποία αφού ήλεγξε τις καταστάσεις μισθοδοσίας της μητροπόλεως Νέας Ιωνίας, με ενημέρωσε ότι ο μητροπολίτης δεν αναφέρει το όνομά μου στις καταστάσεις μισθοδοσίας της μητροπόλεως. Η τράπεζα πληρώνει αυτούς που το όνομά τους αναφέρετε στην μισθοδοτική κατάσταση την οποία προσκομίζει ο λογιστής της μητροπόλεως στην τράπεζα αφού πρώτα πάρει την έγκριση από το δημόσιο ταμείο Ν. Ιωνίας.
Στη συνέχεια πήγα στο δημόσιο ταμείο Νέας Ιωνίας όπου και εκεί μου είπαν τα ίδια. Δηλαδή αφού η αρμόδιος υπάλληλος έλεγξε τις καταστάσεις μισθοδοσίας της μητροπόλεως, μου είπε ότι δεν αναφέρει ο μητροπολίτης το όνομά μου στις καταστάσεις μισθοδοσίας της μητροπόλεως, χωρίς να διευκρινίζει εγγράφως ο μητροπολίτης τους λόγους που προέβη σ` αυτή του την πράξη. Ο μητροπολίτης είχε πλήρη γνώση της παρανομίας του και δεν τόλμησε δι` εγγράφου να αφαιρέσει το όνομά μου από τις καταστάσεις της μισθοδοσίας. Αφετέρου εγνώριζε ότι το δημόσιο  ταμείο και η τράπεζα δεν τους ενδιαφέρει και δεν εξετάζουν τον λόγο που ο μητροπολίτης αφαίρεσε το όνομά μου από τις καταστάσεις μισθοδοσίας. Με την πράξη του αυτή ο μητροπολίτης ήθελε να δημιουργήσει θλίψη, έξοδα και ταλαιπωρία εις εμέ.
Δια την παράνομη και καταχρηστική αυτή πράξη του μητροπολίτη Κων/νου, ο δικηγόρος μου κατέθεσε την 23/5/2001 εξώδικο προς τον μητροπολίτη το οποίο κοινοποίησε στην Ιερά Σύνοδο και στο Υπουργείο Παιδείας (έγγραφο 5ο) με το οποίο του επεσήμανε την παράνομη πράξη του και τον ενημέρωνε ότι πρέπει να αμείβομαι με μισθό μειωμένο κατά το ¼ σύμφωνα με τον Κανονισμό 5/1978 της Ιεράς Συνόδου. Η στέρηση του μισθού μου κράτησε τρείς μήνες και μετά δια του υπ` αριθ. πρωτ. 414/6-7-2001 (έγγραφο 6ο) εγγράφου του προς εμέ το οποίο κοινοποίησε δια δικαστικού επιμελητού εις την οικία μου, ο μητροπολίτης επανέφερε την μισθοδοσία μου μειωμένη κατά το ¼ όπως ορίζει ο ως άνω Κανονισμός, ενημερώνοντάς με συγχρόνως ότι θα κατατεθούν οι παρακρατηθέντες μισθοί εις τον τραπεζικό λογαριασμό της μισθοδοσίας μου στην τράπεζα Πειραιώς και ότι κάθε μήνα θα επαναλαμβάνεται η ίδια τακτική.

Το ότι κατετέθησαν τα χρήματα αυτά στον τραπεζικό μου λογαριασμό το αναφέρει και ο λογιστής της μητροπόλεως π. Ι.Λ. εις το υπ` αριθ. πρωτ. 713/22-11-2001 (έγγραφο 7ο) έγγραφό του προς εμέ, δικαιολογούμενος ότι έκανε ερώτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δια να μάθει τι πρέπει να πράξει ως προς την μισθοδοσία μου.
Διευκρινίζω ότι από καμία υπηρεσία κρατική η εκκλησιαστική δεν ελέγχθηκε ο μητροπολίτης δια την παράνομη και απαράδεκτη πράξη του εις βάρος μου. Παρά την ενημέρωση υπ` εμού των κρατικών αρμοδίων υπηρεσιών δι` εξωδίκων μου ουδέποτε ελέγχθηκε ο μητροπολίτης δια της πράξεις του και συνέχιζε να παρανομεί εις βάρος μου, γνωρίζοντας ότι είναι ανεξέλεγκτος και δεν πρόκειται να του επιβληθεί οιαδήποτε τιμωρία και παρατήρηση. Η τακτική αυτή ικανοποιούσε την εμπάθειά του προς το πρόσωπό μου γνωρίζοντας ότι οι ενέργειές μου είναι δαπανηρές.   
Οι εξελίξεις δεν σταμάτησαν. Ο γραμματεύς της μητροπόλεως π. Δημήτριος Παπαγρηγορίου μου παρέδωσε στο γραφείο της γραμματείας κλειστό φάκελο με αριθ. πρωτ. 263/29-3-2001 (έγγραφο 1ο) έγγραφο του μητροπολίτη με το οποίο με ‘’παρακαλούσε’’ να παραδώσω το κλειδί της ταχυδρομικής θυρίδας της αλληλογραφίας του μητροπολίτου από το ταχυδρομείο Νέας Ιωνίας και δεύτερον να μην ξαναπάω στην μητρόπολη για εργασία διότι δεν έχω πλέον καμία θέση εις τα γραφεία της μητροπόλεως, όπως χαρακτηριστικά διευκρινίζει εις το έγγραφό του.
Την επομένη δια του υπ` αριθ. πρωτ. 268/30-3-2001 εγγράφου μου (έγγραφο 2ο), παρέδωσα το κλειδί της ταχυδρομικής θυρίδας το οποίο κατείχα από το έτος 1984 και ενημέρωσα συγχρόνως ότι θα προσφύγω στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην ενέργειά μου αυτή προέβην χωρίς να είμαι υποχρεωμένος εκ του νόμου και σύμφωνα με την συμβουλή του δικηγόρου μου μήπως καμφθεί ο μητροπολίτης και δώσει τέλος στον διωγμό μου, μετατάσσοντάς με σε μη εκκλησιαστική υπηρεσία.      
Δυστυχώς καμία ενέργειά μου δεν στάθηκε ικανή ώστε να καμφθεί ο μητροπολίτης και προχώρησε στην εξής περίεργη ενέργειά του. Αφού μεσολάβησε το σαββατοκύριακο από την παράδοση του κλειδιού της ταχυδρομικής θυρίδας, στις 2/4/2001 δέχθηκα στο γραφείο της γραμματείας της μητροπόλεως τηλέφωνο από το αστυνομικό τμήμα Νέας Ιωνίας προκειμένου να μεταβώ εκεί. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι μπορεί να με θέλει η αστυνομία. Πράγματι έχοντας μαζί μου την αστυνομική ταυτότητα επισκέφθηκα την αξιωματικό υπηρεσίας του τμήματος Ν. Ιωνίας, η οποία με ενημέρωσε δια την εντολή του κ. Εισαγγελέως και μου διάβασε το επισυναπτόμενο υπ` αριθ. πρωτ. 271 (δεν το έχω), έγγραφο του μητροπολίτου Κων/νου, βάση του οποίου ενημέρωνε αναρμοδίως την αστυνομία ότι έχω απολυθεί από την εργασία μου και δεν έχω καμία θέση στα γραφεία της μητροπόλεως. Προς επιβεβαίωση είχε επισυνάψει και το ΦΕΚ της απολύσεώς μου. Την σκηνή που εκτυλίχτηκε στο γραφείο της αξιωματικού υπηρεσίας του ΑΤ. Ν. Ιωνίας αδυνατώ να περιγράψω. Μόνον τονίζω ότι η νεαρά τη ηλικία αξιωματικός αισθάνθηκε ότι η ενέργεια του μητροπολίτου φανερώνει εκδίκηση και μίσος λέγοντάς μου επί λέξει: «ο μητροπολίτης δεν σας θέλει κ. Σταμούλη στην μητρόπολη, η αστυνομία δεν μπορεί όμως να σας απαγορεύσει να πηγαίνετε στην εργασία σας».
Η αξιωματικός υπηρεσίας δεν μπορούσε να κατανοήσει τον λόγο που ο μητροπολίτης απευθύνθηκε στην αστυνομία. Μετά την ενημέρωση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων και την διαβεβαίωση ότι η Αστυνομία δεν μπορεί να μου απαγορεύσει την προσέλευσή μου προς εργασίαν εις την μητρόπολη, απήλθα εκ του ΑΤ Ν. Ιωνίας και μετέβην προς τα γραφεία της μητροπόλεως. Δια του λόγου το αληθές δημοσιεύω το έγγραφο της Αστυνομίας από το βιβλίο συμβάντων (έγγραφο 3ο).   

Συγχρόνως προς την παντελή στέρηση του μισθού μου από τον μητροπολίτη Κων/νο, ο δικηγόρος μου κύριος Παπαλελούδης στις 10/5/2001 κατέθεσε εμπρόθεσμα την πρώτη προσφυγή μου στο ΣτΕ (έγγραφο 4ο) πληρώνοντας ένα τεράστιο χρηματικό ποσό δια την κατάθεση της προσφυγής μου στο ΣτΕ και δια τα δικά μου δεδομένα τον καιρό εκείνο.                                                                        
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ
τέως οδηγός Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας.


Έγγραφο 1ο



Έγγραφο 2ο
Αριθ. πρωτ. μητροπόλεως 268/30-3-2001

 
Σταμούλης Γρηγόριος
Οδηγός μητροπολιτικού αυτοκινήτου

Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας

Σε συνέχεια της χθεσινής επιδόσεως σ` μένα εγγράφου σας με το οποίο με παρακαλείται να παραδώσω το κλειδί της ταχυδρομικής θυρίδας, σας το παραδίδω επιφυλασσόμενος παντός νομίμου δικαιώματός μου όπως προσφύγω ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου να ακυρωθεί η υπ` αριθ. 1/8-3-2001 πράξη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Εν Ν. Ιωνία τη, 30-3-2001

             Σταμούλης




Έγγραφο 3ο





Έγγραφο 4ο

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

(Γ’  ΤΜΗΜΑ)

ΠΡΟΣΦΥΓΗ

Του Γρηγορίου Αριστοφ. Σταμούλη, κατοίκου Ν. Ιωνίας Αττικής οδός Ε, αρ. ...

ΚΑΤΑ

1. Της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ιωάννου Γενναδίου αριθ. 14, νομίμως εκπροσωπουμένης
2. Της υπ` αριθ. 1/8-3-2001 Πράξεως του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος

3. Κάθε άλλης προγενεστέρας η μεταγενεστέρας συναφούς πράξεως η παραλείψεως της Διοικήσεως.

 Α.  ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Την 1.9.1984 προσελήφθην από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για την κάλυψη θέσεως Κλητήρα-Οδηγού των Γραφείων της Ιεράς Μητρόπολης Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας, θέση στην οποία μονιμοποιήθηκα με την από 27.8.1985 απόφαση του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Ι. Συνόδου, εντασσόμενος στην κλάδο ΣΕ Κλητήρων-Οδηγών, με την υπ` αριθμ. 199/29-10-1985 πράξη δημοσίευσης του ΦΕΚ και του σχετικού Πρωτοκόλλου ορκωμοσίας. Από την ισχύ του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α) και σύμφωνα με το άρθρο 38, κατετάγην στον κλάδο ΔΕ 3 οδηγού αυτοκινήτου, χρόνος υπηρεσίας στον βαθμό Γ’, 7 έτη, 6 μήνες, 2 ημέρες.

Στην εν λόγω θέση, δηλαδή οδηγού του Μητροπολιτικού Αυτοκινήτου, υπηρέτησα κανονικά και ανελλιπώς, με πάθος, σύνεση, ευσέβεια και απόλυτη εμπιστοσύνη και επιδεικνύοντας πάντα άψογη συμπεριφορά, από την 1.10.1984 μέχρι την 11.12.1997, ως οδηγός του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου.
Από το τέλος του έτους 1995, για αγνώστους σε εμένα λόγους, άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά εις βάρος μου μια εχθρική και επιθετική συμπεριφορά εκ μέρους του Μητροπολίτη κ. Κωνσταντίνου Φαραντάτου, ενώ τα προηγούμενα δυο έτη η σχέση μας υπήρξε αρμονική και χωρίς προβλήματα.

Εντελώς ξαφνικά, χωρίς καμία αιτία και αφορμή, την 11.12.1997, μετά από όλα αυτά τα χρόνια που εργαζόμουν καθημερινά ως οδηγός, ο Σεβασμ. Μητροπολίτης με έπαυσε προφορικά και πρακτικά, με το να μην χρησιμοποιεί δηλαδή της υπηρεσίες μου, από τη θέση που κατείχα ως οδηγός του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου.
Ειδικότερα, ενώ βρισκόμουν σε εγκεκριμένη, από τον ίδιο τον Μητροπολίτη, άδεια στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τα Γιάννενα, πήρε τα κλειδιά του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου και τα έδωσε στον υπάλληλο της Ι. Μητροπόλεως, Πατέρα Δημήτριο Παπαγρηγορίου, με σκοπό να το οδηγήσει ο ίδιος, ο οποίος όμως δεν αρκέστηκε μόνο σ `αυτό, αλλά το παραχώρησε και στον υιό του για να το οδηγήσει, παρκάροντάς το μάλιστα απροκάλυπτα έξω από το σπίτι τους, παρόλο που σύμφωνα με ρητή διάταξη της υπ` αριθ. 40009/1953 Εγκυκλίου, όλα τα κρατικά αυτοκίνητα στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς-Θεσσαλονίκης οφείλουν να σταθμεύουν σε ενιαίους χώρους στάθμευσης (Γκαράζ) υποχρεωτικά.

Με μια σειρά νομοθετημάτων, Υπουργικών Αποφάσεων και εγκυκλίων ρυθμίζονται λεπτομερώς τα θέματα χρήσης, κίνησης, κυκλοφορίας κτλ. των αυτοκινήτων οχημάτων. Συγκεκριμένα, για τους Μητροπολίτες γίνεται ειδική μνεία μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται την χρήση υπηρεσιακών αυτοκινήτων. Σύμφωνα δε, με την ρητή διάταξη της περιπτ. γ’  της παρ. 3, του άρθρου 2 του Ν.Δ. 2396/53 και την υπ` αριθ. 40009/1953 Εγκύκλιο, απαγορεύεται η οδήγηση του υπηρεσιακού αυτοκινήτου από οποιοδήποτε άτομο εκτός του υπευθύνου οδηγού. Υπεύθυνος οδηγός, θεωρείτε αυτός που έχει προσληφθεί, διαθέτοντας τα ουσιαστικά και τα προβλεπόμενα από το νόμο τυπικά προσόντα και είναι ουσιαστικά υπεύθυνος και υπόλογος για κάθε υπαίτια βλάβη η φθορά του.
Εγώ ήμουν ο κατά νόμο διορισμένος στην οργανική αυτή θέση και η απασχόλησή μου αφορούσε αποκλειστικά και μόνον το συγκεκριμένο υπηρεσιακό αυτοκίνητο της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, το οποίο είναι πολύ παλαιάς τεχνολογίας (30 ετών) και χωρίς τις σύγχρονες ενδείξεις λειτουργίας και ήμουν ο μόνος που γνώριζα τόσο καλά την λειτουργία του, τις τεχνικές του ανάγκες, ενώ το φρόντιζα με μεγάλη επιμέλεια και προσοχή και το διατηρούσα σε πολύ καλή κατάσταση.
Πράγματι λοιπόν από τον Δεκέμβριο του 1997 έπαυσα να είμαι οδηγός του μητροπολιτικού αυτοκινήτου, κατόπιν αποφάσεως του Σεβασμ. Μητροπολίτη, ενώ ταυτόχρονα με «τοποθέτησε» στο πλατύσκαλο της Ιεράς Μητροπόλεως, αποκόβοντάς με τελείως από τους άλλους υπαλλήλους της Ι. Μητροπόλεως που βρίσκονται κανονικά μέσα στα γραφεία της, χωρίς φυσικά προηγουμένως να με ενημερώσει η να μου κοινοποιήσει κάποια απόφαση της βλαπτικής αυτής μεταβολής των όρων και συνθηκών εργασίας μου.
Παράλληλα ο Σεβασμ. Μητροπολίτης άρχισε να μου συμπεριφέρεται με τρόπο μειωτικό για την προσωπικότητά μου αποκαλώντας με επιδεικτικά και περιφρονητικά ‘’κλητήρα’’ ενώπιον τρίτων, συναδέλφων και μη.

Η απρόκλητη αυτή επιθετική συμπεριφορά του Μητροπολίτη και η βλαπτική μεταβολή των συνθηκών και του αντικειμένου της εργασίας μου, είχαν ως αποτέλεσμα να υποστώ σημαντική βλάβη, τόσο οικονομική, αφού απώλεσα σημαντικό μέρος του μηνιαίου εισοδήματός μου, και δη το επιπλέον εισόδημα που ελάμβανα όσο ήμουν οδηγός του μητροπολιτικού αυτοκινήτου για υπερωριακή απασχόληση, καθώς και εργασία που προσέφερα τακτικά Κυριακές και αργίες, όσο και ηθική, αφού άνευ λόγου υποβιβάσθηκα από τη θέση που κατείχα και με ζήλο υπηρετούσα επί 13 έτη, μεταφέρθηκα δε σε χώρο εντελώς ακατάλληλο για εργασία, με αποτέλεσμα να υποστώ μεγάλο εξευτελισμό στα μάτια των συναδέλφων μου υπαλλήλων της Μητρόπολης και να θιγεί έτσι κατάφωρα η τιμή και η υπόληψη μου στο εργασιακό μου περιβάλλον.
Αφού δε απέτυχαν όλες οι προσπάθειές μου, δι` επιστολών και εξωδίκων που απηύθυνα στην Ιερά Μητρόπολη αλλά και στον Μητροπολίτη προσωπικώς, να δοθεί μια λύση  στο πρόβλημά μου και να επανέλθω στη θέση που κατείχα και στις ίδιες συνθήκες εργασίας, αναγκάσθηκα να ακολουθήσω την δικαστική οδό, καταθέτοντας την από 26.1.1999 Αγωγή μου ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της Ιεράς Μητρόπολης Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας και του Μητροπολίτου της άνω Μητρόπολης. Με την Αγωγή μου αυτή ζητούσαν να διαταχθούν τα νόμιμα ώστε να εκλείψουν οι άνω βλαπτικές μεταβολές των όρων και συνθηκών της εργασίας μου και να χρησιμοποιηθώ εκ νέου ως οδηγός του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου, να επανατοποθετηθώ στα γραφεία της Μητρόπολης, ώστε να μην προσφέρω τις υπηρεσίες μου πλέον από το πλατύσκαλό της, να απαγορευθεί σε οποιοδήποτε άτομο, εκτός εμού, που ήμουν ο μόνος νόμιμα διορισμένος στην οργανική θέση του οδηγού, να χρησιμοποιεί το Μητροπολιτικό αυτοκίνητο, γιατί αποκλειστικά υπεύθυνος και υπόλογος για τυχόν βλάβη επί του αυτοκινήτου ήμουν εγώ, αφού καμία νόμιμα ειλημμένη απόφαση δεν μου είχε κοινοποιηθεί περί εκπτώσεώς μου, από τη θέση του οδηγού του Μητροπολιτικού αυτοκινήτου και να υποχρεωθούν οι τότε εναγόμενοι να με αποζημιώσουν για τις αποδοχές της οποίες απώλεσα και την ηθική βλάβη που υπέστην.

Η ενέργειά μου αυτή, στην οποία εξωθήθηκα αφού πρώτα είχα εξαντλήσει κάθε εξωδικαστικό διαπραγματευτικό μέσο χωρίς αποτέλεσμα, προκάλεσε την μήνη του Μητροπολίτη, εξελήφθη δε η άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων μου ως ασέβεια, με συνέπεια να γίνει ακόμα πιο επιθετική και εκδικητική η συμπεριφορά του απέναντί μου, εκφραζόμενη με συχνές επιπλήξεις για ασήμαντες έως ανύπαρκτες αφορμές, με απώτερο σκοπό, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, να βρεθεί ένα φαινομενικά εύλογο πρόσχημα που θα οδηγούσε στην απόλυσή μου. Ήταν δε τέτοιο το μένος εναντίων μου, που κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής μου την 12.5.2000, η Ιερά Μητρόπολη κατέθεσε αγωγή κατά εμού, δια της οποίας ζητούσε το εξωφρενικό ποσό των 30 εκατομμυρίων δραχμών για ηθική βλάβη που είχε υποστεί από εμένα!
Η κορύφωση της αδικαιολόγητης αυτής εμπάθειας προς εμένα έλαβε χώρα την 2.6.2000, ημέρα Παρασκευή και ώρα 13.10 μμ, που μου κοινοποιήθηκε η υπ` αριθ. πρωτ. 72 Κλήση σε απολογία του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεως, με την οποία εκαλούμην να εμφανισθώ ενώπιόν Του, την Δευτέρα 5.6.2000 και ώρα 8:00 πμ!!! Εν συνεχεία, δια της από 5.6.2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεως που περιέχεται στο υπ` αριθ. 2/5.6.2000 πρακτικό, μου επεβλήθη η ποινή της οριστικής παύσεως από τα καθήκοντά μου. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως κατέθεσα νομίμως και εμπροθέσμως την από 2 Οκτωβρίου 2000 Έφεσή μου ενώπιον του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, το οποίο δια της προσβαλλόμενης πράξεώς του απέρριψε αυτήν.

Β. Επί της σε πρώτο βαθμό αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου
Με την από 5.6.2000 απόφασή του το Τριμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών μου επέβαλε την ποινή της οριστικής παύσεως από τα καθήκοντά μου με το σκεπτικό ότι υπέπεσα δήθεν σε πέντε πειθαρχικά παραπτώματα, ήτοι:

α. Άσκηση κριτικής των πράξεων και των αποφάσεων της Προϊσταμένης αρχής του προφορικώς και εγγράφως κατά τρόπον προδίδοντα έλλειψη αντικειμενικότητας δια σκοπίμου χρήσεως αβασίμων επιχειρημάτων, η δι` εκφράσεως αποδεικνυουσών έλλειψιν του οφειλομένου σεβασμού.
β. Της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς και αναξίας εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγής εν υπηρεσία ιδιαιτέρως δε εντός Ι. Ναών.

γ. Της βραδείας προσελεύσεως εις την υπηρεσίαν και της προώρου αποχωρήσεως εξ αυτής.
δ. Της μη προσηκούσης συμπεριφοράς προς τους προϊσταμένους και

ε. Της αδικαιολογήτου αποχής από της εκτελέσεως των καθηκόντων.
Η ανωτέρω απόφαση εμπεριέχει πολλά σφάλματα γι` αυτό και την προσέβαλα αμέσως ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους κάτωθι λόγους:

Α’ λόγος : Στέρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως.
Το άρθρο 119 του Κανονισμού υπ` αριθ. 5/1978 «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προβλέπει ότι «Αι εις πρώτον βαθμόν καταδικαστικαί αποφάσεις εκδίδονται επί ποινή ακυρώτητος μετ` έγγραφον κλήσιν του υπαλλήλου εις απολογίαν...», η οποία «καθορίζει το αποδιδόμενον πειθαρχικόν αδίκημα και τάσσει εύλογον προθεσμίαν προς απολογίαν, πάντως ουχί βραχυτέραν των τριών ημερών. Η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί επί δεδικαιολογημένη εγγράφω αιτήσει του καλουμένου». Επίσης, στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι «Προ της απολογίας δικαιούται ο υπάλληλος να λάβει γνώση της σχηματισθείσης δικογραφίας».

Είναι φανερό ότι σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι η παροχή στον διωκόμενο υπάλληλο της δυνατότητας να λάβει γνώση των αποδιδομένων πειθαρχικών αδικημάτων και να αμυνθεί προσηκόντως δια της απολογίας του. Η μεγάλη βαρύτητα του δικαιώματος απολογίας του διωκόμενου εμφαίνεται από την πρόβλεψη ποινής ακυρότητας των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται άνευ εγγράφου κλήσεως του υπαλλήλου σε απολογία, από την πρόβλεψη ελάχιστης προθεσμίας προς απολογία καθώς και της δυνατότητας παράτασης αυτής αιτήσει του υπαλλήλου, ο οποίος δικαιούται να λάβει γνώση της σχηματισθείσας δικογραφίας. Απώτερος σκοπός των παραπάνω είναι να εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις για την πληρέστερη άμυνα του διωκόμενου εν όψει των αποδιδομένων αδικημάτων.
Πράγματι την 2.6.2000 και ώρα 13:10 μμ, μου κοινοποιήθηκε η υπ` αριθ. πρωτ. 72 Κλήση σε απολογία του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεως δια της οποίας εκλήθην να παρασταθώ αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο και να εκθέσω τις απόψεις μου την 5.6.2000 και ώρα 8.30 πμ. Η εν λόγω κλήση ουδόλως καθόριζε το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έταζε εύλογη προθεσμία προς απολογία, αφού μου κοινοποιήθηκε Παρασκευή μεσημέρι και με καλούσε να παρασταθώ στο Συμβούλιο στις 8.30 πμ της προσεχούς Δευτέρας. Είναι φανερό ότι ήταν πρακτικώς αδύνατον να μπορέσω να προετοιμάσω την απολογία μου, από τη στιγμή που, όχι μόνο δεν γνώριζα τα αποδιδόμενα σε εμένα αδικήματα, αλλά επιπλέον οι δυο ημέρες που μεσολαβούσαν ήταν σαββατοκύριακο, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να λάβω γνώση της δικογραφίας, αλλά και να συμβουλευθώ δικηγόρο σχετικά με το τι έπρεπε να πράξω εν όψει μιας τόσο σοβαρής και δυσάρεστης για εμένα κατάστασης. Κατόπιν των ανωτέρω, απέστειλα επιστολή στο ως άνω Συμβούλιο δια της οποίας ζητούσα να μου γνωστοποιηθούν οι εις βάρος μου κατηγορίες. Η επιστολή αυτή αγνοήθηκε εντελώς και το Συμβούλιο προχώρησε στην έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεώς του, χωρίς ουσιαστικά να μου παρασχεθεί η νομοθετικά και συνταγματικά κατοχυρωμένη δυνατότητας απολογίας.

Είναι προφανές ότι το Συμβούλιο προέβη σε στενή και εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 119 παρ. 7 του υπ` αριθ. 5/1978 Κανονισμού, αφού αφενός δεν αναφέρει στην κλήση μου σε απολογία τα αποδιδόμενα αδικήματα, ώστε να γνωρίζω τα θέματα για τα οποία καλούμαι να απολογηθώ, αφετέρου η τασσόμενη προθεσμία σε απολογία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη, τη στιγμή που αφορούσε, όπως έμαθα εκ των υστέρων, 12 πειθαρχικά αδικήματα, πολλά εκ των οποίων ήταν ιδιαίτερα σοβαρά, επισύροντα ακόμα και βαρύτατες ποινικές ευθύνες, ήταν δε βραχύτερη από την ελάχιστη προβλεπόμενη, παρέχοντάς μου μόνο ένα σαββατοκύριακο, κατά το οποίο εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον να ενημερωθώ και να συντάξω την απολογία μου.

Β.  Λόγος: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας

Όπως συνάγεται από την ίδια την απόφαση του πρωτοβαθμίου συμβουλίου, δεν στοιχειοθετήθηκε κατηγορία για τα 7 εκ των 12 συνολικώς αποδιδομένων αδικημάτων για τα οποία παραπέμφθηκα στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Απέμειναν επομένως τα προαναφερθέντα 5 αδικήματα. Ωστόσο η εν λόγω απόφαση στερείτο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της κρίσης της για τα 12 αυτά αδικήματα, περιοριζόμενη στην απλή παράθεση αποσπασμάτων των καταθέσεων των μαρτύρων, χωρίς αξιολόγηση αυτών, και παραλείποντας να αποφανθεί ειδικώς για κάθε ένα εκ των αποδιδομένων αδικημάτων. Μόνο για την τελείως ανυποστήρικτη και βαρύτατη κατηγορία της απιστίας περί την υπηρεσία, η απόφαση ανέφερε επιγραμματικώς ότι «δεν στοιχειοθετείτε κατηγορία δια τον πειθαρχικόν παράπτωμα της απιστίας περί την Υπηρεσίαν», χωρίς όμως να υπεισέλθει σε ανάλυση των υπολοίπων βαρύτατον κατηγοριών, για τις οποίες τελικώς δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία ώστε να στοιχειοθετηθούν. Εντελώς επιγραμματικά απαριθμούσε 5 αδικήματα στα οποία θεωρούσε ότι υπέπεσα, σιωπώντας εντελώς για πολλά εκ των 12 αδικημάτων. Η πρόχειρη αυτή εξέταση των αποδιδομένων αδικημάτων φαίνεται και από τις αντιφάσεις της εν λόγω απόφασης, η οποία απέρριψε την κατηγορία περί πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων μου, ενώ συγχρόνως δέχθηκε ότι απέχω από αυτά, δημιουργώντας το εύλογο ερώτημα, πως είναι δυνατόν να απέχω από την εκτέλεση των καθηκόντων μου αλλά ταυτόχρονα να τα εκτελώ επιμελώς.

Επομένως καθίστατο εντελώς ασαφής και αδύνατη η σύνδεση μαρτυριών και κατηγοριών. Ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας είχαν παρατεθεί αποσπασματικά τμήματα διαφόρων καταθέσεών τους, που προσεκτικότερη ανάλυση θα αποδείκνυε τις αντιφάσεις στις οποίες οι μάρτυρες αυτοί έχουν υποπέση, για δε τις ελάχιστες καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης που παρετέθησαν, η εν λόγω απόφαση με λακωνικό τρόπο ανέφερε ότι αφού έρχονται σε πλήρη αντίθεση προς τις καταθέσεις κατηγορίας, υφίσταντο «σαφείς απορίες», χωρίς αυτές να αναλυθούν, και το χειρότερο όλων είναι ότι το Τριμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο έλαβε σαφή θέση υπέρ των μαρτύρων κατηγορίας αγνοώντας παντελώς τους μάρτυρες υπεράσπισης άνευ συζητήσεως και αιτιολογίας.
Γ’  Λόγος: Ειδικότερα επί των αδικημάτων που τελικώς έκρινε η εν λόγω απόφαση ότι υπέπεσα.

Ο τρίτος λόγος της έφεσης μου αφορούσε θέματα ουσίας και πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να αντικρούσω τα πειθαρχικά αδικήματα στα οποία δήθεν είχα υποπέσει.
Δ’  Λόγος: Εξάντληση της αυστηρότητας της επιβληθείσης ποινής

Τα πειθαρχικά αδικήματα στα οποία διαπίστωσε η απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου ότι υπέπεσα, αναφέρονται στο άρθρο 92 παρ. 3 του υπ` αριθ. 5/1978 Κανονισμού περί «Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» και συγκεκριμένα στα εδάφια στ,  ι,  ια,  ιγ και ιη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 93 παρ. 4 εδ. α, «την ποινή της οριστικής παύσεως δύναται να επιβάλη ο πειθαρχικός δικαστής μόνον δια τα εξής αδικήματα: α) Παράβασιν του άρθρου 92 παρ. 3 περ. α. και λ». Τα υπό α και λ αδικήματα ουδέποτε τελέστηκαν από εμένα και δεν συμπεριλαμβάνονταν καν στις κατηγορίες της αντιδίκου εις βάρος μου. το άρθρο 93 παρ. 4 του Κανονισμού απαριθμεί περιοριστικά τις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να επιβληθεί από τον πειθαρχικό δικαστή η ποινή της οριστικής παύσεως. Αντιπαραθέτοντας τα αδικήματα στα οποία δήθεν υπέπεσα σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, με τα περιοριστικός απαριθμούμενα στο άρθρο αυτό, καθίσταται σαφές ότι τα τέσσερα εκ των πέντε καταλογιζόμενων σε εμένα αδικημάτων δεν εμπίπτουν σε εκείνα για τα οποία σύμφωνα με τον Κανονισμό μπορεί να επιβληθεί οριστική παύση.
Απομένει λοιπόν μόνο το αδίκημα της «χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς και αναξίας εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγή εν Υπηρεσία, ιδιαιτέρως δε εντός Ι. Ναών». Όπως προκύπτει από το ανωτέρω ιστορικό, ουδέποτε υπήρξα ασεβής και ουδέποτε επέδειξα αναξιοπρεπή διαγωγή, αντιθέτως υπέστην και υφίσταμαι ακόμη και σήμερα τις συνέπειες της τόλμης μου να διεκδικήσω τα νόμιμα δικαιώματά μου ασκώντας αγωγή κατά της εργοδότριάς μου Μητροπόλεως.
Η εν λόγω απόφαση επιβάλλοντας μου την ποινή της οριστικής παύσης εξήντλησε την αυστηρότητά της, καθώς μου επέβαλε τη χειρίστη δυνατή ποινή, επιβαλλόμενη από εξαιρετικές μόνο περιστάσεις, παρόλο που η ίδια απέρριψε ως ανυπόστατες και μη στοιχειοθετημένες τις περισσότερες κατηγορίες και μάλιστα χωρίς να μου έχει δοθεί η δυνατότητα να απολογηθώ. Τα δε τέσσερα από τα πέντε αδικήματα που τελικώς μου κατελόγισε δεν επισύρουν ποινή οριστικής παύσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 5/1978. Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπέπεσα σε κάποια ασέβεια, θα μπορούσε να μου επιβληθεί μια επιεικέστερη ποινή.
Γ. Επί της αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που εξεδόθη επί της αγωγής μου κατά της εργοδότριάς μου Ιεράς Μητρόπολης Νέας Ιωνίας και Νέας Φιλαδέλφειας και του Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Νέας Φιλαδέλφειας.           

Μετά την άσκηση της ανωτέρω εφέσεώς μου κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου και πριν την έκδοση αποφάσεως επ` αυτής, εξεδόθη τελικώς η υπ` αριθ. 7851/2000 απόφαση του 10ου Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της ανωτέρω αγωγής μου κατά της Ιεράς Μητρόπολης Νέας Ιωνίας και Νέας Φιλαδέλφειας και του Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Νέας Φιλαδέλφειας. Σημειωτέον ότι η αμυντική τακτική των αντιδίκων συνίστατο αποκλειστικά σε ισχυρισμούς περί δήθεν ασεβείας μου και πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων μου, προσπαθώντας να πείσουν το δικαστήριο ότι εγώ με δική μου πρωτοβουλία εγκατέλειψα τη θέση του οδηγού, ενώ ενσωμάτωσαν στις προτάσεις τους αγωγή που κατέθεσαν στη συνέχεια κατά εμού ζητώντας μου 30.000.000 δραχμές για την ηθική βλάβη που τους προκάλεσα, μεταφράζοντας την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων μου σε ασέβεια.
Η ανωτέρω απόφαση όχι μόνο απέρριψε συλλήβδην τους ισχυρισμούς των αντιδίκων, αλλά εδέχθη ότι πράγματι υπέστην προσβολή της προσωπικότητάς μου, μου επεδίκασε δε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Συγκεκριμένα, το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής: «...το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων από την ως άνω υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, καθόσον με την άσκηση επί αρκετό μακρό χρονικό διάστημα μόνο των καθηκόντων του κλητήρα και όχι του οδηγού του μητροπολιτικού αυτοκινήτου, δημιουργήθηκε με βεβαιότητα σε τρίτους η εντύπωση ότι αυτός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υπηρεσιακές ανάγκες της θέσεως του οδηγού. Επομένως πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα το ποσό των 300.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη για την αιτία που προαναφέρθηκε».

Απεδείχθη λοιπόν από την ανωτέρω απόφαση ότι εντελώς ορθά διαμαρτυρόμουν δι` εξωδίκων και επιστολών μου για την προσβλητική προς το άτομό μου συμπεριφορά του Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας ως νομίμου εκπροσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου περί οριστικής παύσεώς μου από τα καθήκοντά μου εξεδόθη λιγότερο από έναν μήνα μετά από τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής μου. Είναι λοιπόν προφανές ότι η πειθαρχική διαδικασία εναντίον μου κινήθηκε αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής εμπάθειας και εκδικητικότητας, καταρρίπτονται δε όλοι οι ισχυρισμοί περί ασέβειας και πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων μου που απετέλεσαν τα κυριότερα προσχήματα για την απόλυσή μου. 

Δ.  ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ

Η προσβαλλόμενη πράξη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, κρίνουσα επί της εφέσεώς μου κατά της αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών εξεδόθη χωρίς να μου δοθεί το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως, όπως αυτό κατοχυρώνεται τόσο από το Σύνταγμα της Ελλάδος, όσο και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μου επεδόθη μόνον η ίδια η προσβαλλόμενη την 21.3.2001 προκειμένου να λάβω γνώση της οριστικής απόλυσής μου.
Το σκεπτικό της ανωτέρω πράξεως καταλαμβάνει μια σελίδα, η μισή δε ερμηνεύει το άρθρο 119 παρ. 4 του Κανονισμού «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» στην δική μου περίπτωση ως εξής: Επειδή έξι μήνες πριν κληθώ να εμφανισθώ στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, είχα κληθεί να καταθέσω στον ενεργήσαντα την ανάκριση, εξυπακούετο ότι ήμουν ενήμερος και για το πόρισμα της ανάκρισης, αλλά και για τις αποδιδόμενες σε εμέ κατηγορίες, επομένως ένα σαββατοκύριακο για να ετοιμάσω την απολογία μου ήταν αρκετός χρόνος! Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη της παραγράφου 3 του ανωτέρω άρθρου που ρητά ορίζει ότι «Η εξέταση του διωκόμενου κατά το στάδιο της ανακρίσεως δεν αναπληροί την κλήσιν εις απολογίαν».

Επί του δευτέρου και τρίτου λόγου εφέσεώς μου το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος επιγραμματικώς αναφέρει ότι επαρκώς είχαν αποδειχθεί οι αποδιδόμενες σε εμένα κατηγορίες στα πλαίσια άλλης διαδικασίας, αγνοώντας προκλητικά όλους τους ισχυρισμούς που προέβαλα στην Έφεσή μου. Δηλαδή, για δεύτερη φορά, αγνοήθηκε εντελώς η δική μου άποψη, αφού ούτε η Έφεσή μου ελήφθη υπόψιν, ούτε κλήθηκα να την υποστηρίξω.
Επί του τετάρτου λόγου, το ανωτέρω Συμβούλιο αναφέρει ότι επέδειξα αναξιοπρεπή η αναξίαν εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγή, θεωρώντας, άνευ αιτιολογίας, ως αληθείς τις κατηγορίες που αορίστως διατυπώθηκαν σε μερικές εκ των ενόρκων καταθέσεων που ελήφθησαν στα πλαίσια ανάκρισης που διενεργήθηκε.

Είναι προφανές ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται παντελώς ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και είναι εξ αυτού του λόγου ακυρωτέα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν μου δόθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης οδηγεί στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι η απόφαση περί απολύσεώς μου ήταν προειλημμένη, γι` αυτό άλλωστε και καμία έρευνα δεν έγινε για το αποτέλεσμα της αγωγής μου, παρόλο που ρητώς ανέφερα στην έφεσή μου ότι είχε συζητηθεί τον Μάιο του 2000 και ανεμένετο από στιγμή σε στιγμή η έκδοση της απόφασης. Η απόφαση αυτή πράγματι δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2000, ωστόσο το ΑΥΣΕ είτε αδιαφόρησε τελείως και δεν ασχολήθηκε καν να ενημερωθεί σχετικά, ούτε βέβαια μου έδωσε την ευκαιρία να το επισημάνω εγώ, είτε έλαβε γνώση αυτής αλλά την αγνόησε και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση περί οριστικής παύσεώς μου.
Επειδή είναι προφανές το έννομο συμφέρον μου για την υποβολή της παρούσας προσφυγής μου.

Επειδή η προσφυγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, ασκείται δε νομίμως και εμπροθέσμως και πρέπει να γίνει δεκτή καθ` όλο αυτής το περιεχόμενο (ιστορικό και αιτητικό).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Και όσα ήθελον προσθέσει δι` ιδιαιτέρου δικογράφου προσθέτων λόγων, με την ρητή επιφύλαξη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου.

ΑΙΤΟΥΜΑΙ

Να γίνει δεκτή η παρούσα προσφυγή μου.
Να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη περί οριστικής παύσεώς μου για τα παραπάνω διαλαμβανόμενα,
Να επιβληθεί εις βάρος της καθ` ης η δικαστική μου δαπάνη.

Αριθμός κατάθεσης                                                            Αθήνα,  10 Μαΐου 2001

3011/18 Μαΐου 2001                                                   Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

ΠΑΝΟΣ ΒΑΣ. ΠΑΠΑΛΕΛΟΥΔΗΣ

                    ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ                                                                                                                                                                       



 
Έγγραφο 5ο

ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

Του Γρηγορίου Αριστ. Σταμούλη, κατοίκου Ν. Ιωνίας Αττικής οδός.... αριθ....

ΠΡΟΣ

Την Ιερά Μητρόπολη Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας, Λεωφ. Ηρακλείου, αρ. 340, νομίμως εκπροσωπουμένη υπό του Μητροπολίτου Κωνσταντίνου Φαραντάτου.

Κοινοποιούμενη

1. Στην Εκκλησία της Ελλάδος, οδός Ιωάννου Γενναδίου αριθ. 14, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και

2. Στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Μητροπόλεως αριθ. 15 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Όπως γνωρίζετε, δια της υπ` αριθ. 1/8.3.2001 Πράξεως του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος απερρίφθη η Έφεσή μου κατά της από 5.6.2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ι. Μητροπόλεως που περιέχεται στο υπ` αριθ. 2/5.6.2000 πρακτικό, δια της οποίας μου επεβλήθη η ποινή της οριστικής παύσεως από τα καθήκοντά μου.

Δια της παρούσης σας γνωστοποιώ ότι την 18.5.2001 κατέθεσα νομίμως και εμπροθέσμως την από 10.5.2001 Προσφυγή μου κατά της ανωτέρω πράξεως του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αριθμό κατάθεσης 1310/18.5.2001, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας σας συγκοινοποιώ με την παρούσα μου.
Σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 3 του υπ` αριθ. 5/1978 Κανονισμού περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων (ΦΕΚ Α.48/3.4.1978) «τίθεται αυτοδικαίως σε αργία ο υπάλληλος καθ` ου εξεδόθη πειθαρχική περί απολύσεως απόφασις, από της κοινοποιήσεως αυτής μέχρι λήξεως των προθεσμιών προς άσκησιν ενώπιον του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας εφέσεως και προσφυγής η μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί των τυχόν ασκηθεισών εφέσεων και προσφυγής». Σύμφωνα δε με το άρθρο 88 του ανωτέρω κανονισμού «εκ των αποδοχών του εν αργία υπαλλήλου παρακρατείται το εν τέταρτον ...».
Από την 21.3.2001 όμως που μου κοινοποιήθηκε η απόφαση του ΑΥΣΕ, δεν μου έχουν καταβληθεί οι αποδοχές μου μειωμένες κατά το ¼ αυτών όπως επιτάσσει ο νόμος.
Διαμαρτύρομαι εντόνως για την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά σας.

Επιφυλασσόμενος ρητώς παντός ετέρου νομίμου δικαιώματός μου, σας καλώ να μου καταβάλλετε τις ήδη καθυστερούμενες αποδοχές μου, στο ποσοστό που τις δικαιούμαι σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία, καθώς και να συνεχίσετε να μου καταβάλλετε αυτές μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής μου και
Σας δηλώνω ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσή σας προς την ανωτέρω πρόσκλησή μου θα προβώ στις νόμιμες ενέργειες για την κατοχύρωση και προστασία των νομίμων δικαιωμάτων μου.
Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα, καθώς και επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό κατάθεσης 3011/18.5.2001 Προσφυγής μου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σ` αυτήν που απευθύνεται, για να λάβει γνώσει και για τις έννομες συνέπειες, αντιγράφοντας στην έκθεση επιδόσεως που θα συντάξει, το περιεχόμενό της. Επικολλήθηκε ένσημο Τ.Π.Δ.Α. δρχ. 400.

Αθήνα, 23 Μαΐου 2001

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος

ΠΑΝΟΣ ΒΑΣ. ΠΑΠΑΛΕΛΟΥΔΗΣ

 
Έγγραφο 6ο





Έγγραφο 7ο